Arfara-Messinias 1 - FOTOS

!!! Ο έρωτας μας βάζει ή σαμάρι ή στεφάνι!! .-

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ * ~~~ *

~* ΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ 12 ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ :

~ * ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Κεφάλαιον Α΄.

Στίχοι 1-12. Τελευταίοι λόγοι του Κυρίου προς τους Αποστόλους και Ανάληψις αυτού.

Πρ Α-1. Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, ω Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν
Πρ Α-2. άχρι ης ημέρας εντειλάμενος τοις αποστόλοις δια Πνεύματος Αγίου ους εξελέξατο ανελήφθη.
Πρ Α-3. οις και περέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού.
Πρ Α-4. και συναλιζόμενος παρήγγειλεν αυτοίς από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός ην ηκούσατε μου.
Πρ Α-5. ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας.
Πρ Α-6. οι μεν ουν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες. Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;
Πρ Α-7. είπε δε προς αυτούς. ουχ υμών έστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία,
Πρ Α-8. αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθε μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και ως εσχάτου της γης.
Πρ Α-9. και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών.
Πρ Α-10. και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή,
Πρ Α-11. οι και είπον. άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν.
Πρ Α-12. Τότε υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ από όρους του καλουμένου ελαιώνος, ο έστιν εγγύς Ιερουσαλήμ, σαββάτου έχον οδόν.

Στίχοι 13-26. Η εκλογή του Ματθίου ως αποστόλου.

Πρ Α-13. και ότε εισήλθον, ανέβησαν εις το υπερώον ου ήσαν καταμένοντες, ο τε Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας, Φίλιππος και Θωμάς, Βαρθολομαίος και Ματθαίος, Ιάκωβος Αλφαίου και Σίμων ο Ζηλωτής και Ιούδας Ιακώβου.
Πρ Α-14. ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού.
Πρ Α-15. Και εν ταις ημέραις ταύταις αναστάς Πέτρος εν μέσω των μαθητών είπεν. ην τε όχλος ονομάτων επί το αυτό ως εκατόν είκοσιν.
Πρ Α-16. άνδρες αδελφοί, έδει πληρωθήναι την γραφήν ταύτην ην προείπε το Πνεύμα το Άγιον δια στόματος Δαυΐδ περί Ιούδα του γενομένου οδηγού τοις συλλαβούσι τον Ιησούν,
Πρ Α-17. ότι κατηριθμημένος ην συν ημίν και έλαχε τον κλήρον της διακονίας ταύτης.
Πρ Α-18. ούτος μεν ουν εκτήσατο χωρίον εκ μισθού της αδικίας, και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού.
Πρ Α-19. και γνωστόν εγένετο πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ, ώστε κληθήναι το χωρίον εκείνο τη ιδία διαλέκτω αυτών Ακελδαμά, τουτέστι χωρίον αίματος.
Πρ Α-20. γέγραπται γαρ εν βίβλω ψαλμών. γενηθήτω η έπαυλις αυτού έρημος και μη έστω ο κατοικών εν αυτή. και . την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος.
Πρ Α-21. δει ουν των συνελθόντων ημίν ανδρών εν παντί χρόνω εν ω εισήλθε και εξήλθεν εφ’ ημάς ο Κύριος Ιησούς,
Πρ Α-22. αρξάμενος από του βαπτίσματος Ιωάννου έως της ημέρας ης ανελήφθη αφ’ ημών, μάρτυρα της αναστάσεως αυτού γενέσθαι συν ημίν ένα τούτων.
Πρ Α-23. Και έστησαν δύο, Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαββάν, ος επεκλήθη Ιούστος, και Ματθίαν,
Πρ Α-24. και προσευξάμενοι είπον. συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων, ανάδειξον ον εξελέξω εκ τούτων των δύο ένα,
Πρ Α-25. λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής, εξ ης παρέβη Ιούδας πορευθήναι εις τον τόπον τον ίδιον.
Πρ Α-26. και έδωκαν κλήρους αυτών, και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν, και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων.

Κεφάλαιον Β΄.

Στίχοι 1-13. Η κάθοδος του Άγίου Πνεύματος.

Πρ Β-1. Και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό.
Πρ Β-2. και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επληρώσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι.
Πρ Β-3. και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισε τε εφ’ ένα έκαστον αυτών,
Πρ Β-4. και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι.
Πρ Β-5. Ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν.
Πρ Β-6. γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών.
Πρ Β-7. εξίσταντο δε πάντες και εθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους. ουκ ιδού πάντες ούτοι εισίν οι λαλούντες Γαλιλαίοι;
Πρ Β-8. και πώς ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν η εγεννήθημεν,
Πρ Β-9. Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν,
Πρ Β-10. Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι,
Πρ Β-11. Κρήτες και Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού;
Πρ Β-12. εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες. τι αν θέλοι τούτο είναι;
Πρ Β-13. έτεροι δε χλευάζοντες έλεγον ότι γλεύκους μεμεστωμένοι εισί.

Στίχοι 14-36. Η πρώτη ομιλία του Πέτρου προς τα πλήθη.

Πρ Β-14. Σταθείς δε Πέτρος συν τοις ένδεκα επήρε την φωνήν αυτού και απεφθέγξατο αυτοίς. άνδρες Ιουδαίοι και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ άπαντες, τούτο υμίν γνωστόν έστω και ενωτίσασθε τα ρήματα μου.
Πρ Β-15. ου γαρ, ως υμείς υπολαμβάνετε, ούτοι μεθύουσιν. έστι γαρ ώρα τρίτη της ημέρας.
Πρ Β-16. αλλά τούτο εστί το ειρημένον δια του προφήτου Ιωήλ.
Πρ Β-17. και έσται εν ταις εσχάταις ημέραις, λέγει ο Θεός, εκχεώ από του πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται.
Πρ Β-13. και γε επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις εκχεώ από του πνεύματος μου, και προφητεύσουσι.
Πρ Β-19. και δώσω τέρατα εν τω ουρανώ άνω και σημεία επί της γης κάτω, αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού.
Πρ Β-20. ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος και η σελήνη εις αίμα πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή.
Πρ Β-21. και έσται πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται.
Πρ Β-22. Άνδρες Ισραηλίται, ακούσατε τους λόγους τούτους. Ιησούν το Ναζωραίον, άνδρα από του Θεού αποδεδειγμένον εις υμάς δυνάμεσι και τέρασι και σημείοις οις εποίησε δι’ αυτού ο Θεός εν μέσω υμών, καθώς και αυτοί οίδατε,
Πρ Β-23. τούτον τη ωρισμένη βουλή και προγνώσει του Θεού έκδοτον λαβόντες, δια χειρών ανόμων προσπήξαντες ανείλετε.
Πρ Β-24. ον ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού.
Πρ Β-25. Δαυΐδ γαρ λέγει εις αυτόν. προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν ίνα μη σαλευθώ.
Πρ Β-26. δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι,
Πρ Β-27. ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδου ουδέ δώσεις τον όσιον σου ιδείν διαφθοράν.
Πρ Β-28. εγνώρισας μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφρόσυνης μετά του προσώπου σου.
Πρ Β-29. Άνδρες αδελφοί, εξόν ειπείν μετά παρρησίας προς υμάς περί του πατριάρχου Δαυΐδ ότι και ετελεύτησε και ετάφη και το μνήμα αυτού έστιν εν ημίν άχρι της ημέρας ταύτης.
Πρ Β-30. προφήτης ουν υπάρχων, και ειδώς ότι όρκω ώμοσεν αυτώ ο Θεός εκ καρπού της οσφύος αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου αυτού,
Πρ Β-31. προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν.
Πρ Β-32. τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς έσμεν μάρτυρες.
Πρ Β-33. τη δεξιά ουν του Θεού υψωθείς, την τε επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος λαβών παρά του πατρός, εξέχεε τούτο ο νυν υμείς βλέπετε και ακούετε.
Πρ Β-34. ου γαρ Δαυΐδ ανέβη εις τους ουρανούς, λέγει δε αυτός. είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου
Πρ Β-35. έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.
Πρ Β-36. ασφαλώς ουν γινωσκέτω πας οίκος Ισραήλ ότι και Κύριον και Χριστόν αυτόν ο Θεός εποίησε, τούτον τον Ιησούν ον υμείς εσταυρώσατε.

Στίχοι 37-41. Τα αποτελέσματα της ομιλίας του Πέτρου.

Πρ Β-37. Ακούσαντες δε κατενύγησαν τη καρδία, είπον τε προς τον Πέτρον και τους λοιπούς αποστόλους. τι ποιήσομεν, άνδρες αδελφοί;
Πρ Β-38. Πέτρος δε έφη προς αυτούς. μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος.
Πρ Β-39. υμίν γαρ έστιν η επαγγελία και τοις τέκνοις υμών και πάσι τοις εις μακράν, όσους αν προσκαλέσηται Κύριος ο Θεός ημών.
Πρ Β-40. ετέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρετο και παρεκάλει λέγων. σώθητε από της γενεάς της σκολιάς ταύτης.
Πρ Β-41. οι μεν ουν ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν, και προσετέθησαν τη ημέρα εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι.


Στίχοι 42-47. Η ζωή των πρώτων Χριστιανών.


Πρ Β-42. ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς.
Πρ Β-43. Εγένετο δε πάση ψυχή φόβος, πολλά τε τέρατα και σημεία δια των αποστόλων εγίνετο.
Πρ Β-44. πάντες δε πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά,
Πρ Β-45. και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε.
Πρ Β-46. καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ιερώ, κλώντες τε κατ’ οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας,
Πρ Β-47. αινούντες τον Θεόν και έχοντες χάριν προς όλον τον λαόν. ο δε Κύριος προσετίθει τους σωζομένους καθ’ ημέραν τη εκκλησία.

Κεφάλαιον Γ΄.

Στίχοι 1-11. Ο Πέτρος θεραπεύει τον χωλόν.

Πρ Γ-1. Επί το αυτό δε Πέτρος και Ιωάννης ανέβαινον εις το ιερόν επί την ώραν της προσευχής την ενάτην.
Πρ Γ-2. και τις ανήρ χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού υπάρχων εβαστάζετο, ον ετίθουν καθ’ ημέραν προς την θύραν του ιερού την λεγομένην ωραίαν του αιτείν ελεημοσύνην παρά των εισπορευομένων εις το ιερόν.
Πρ Γ-3. ος ιδών Πέτρον και Ιωάννην μέλλοντας εισιέναι εις το ιερόν ηρώτα ελεημοσύνην.
Πρ Γ-4. ατενίσας δε Πέτρος εις αυτόν συν τω Ιωάννη είπε. βλέψον εις ημάς.
Πρ Γ-5. ο δε επείχεν αυτοίς προσδοκών τι παρ’ αυτών λαβείν.
Πρ Γ-6. είπε δε Πέτρος. αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι. ο δε έχω τούτο σοι δίδωμι. εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει.
Πρ Γ-7. και πιάσας αυτόν της δεξιάς χειρός ήγειρε. παραχρήμα δε εστερεώθησαν αυτού αι βάσεις και τα σφυρά,
Πρ Γ-8. και εξαλλόμενος έστη και περιεπάτει, και εισήλθε συν αυτοίς εις το ιερόν περιπατών και αλλόμενος και αινών τον Θεόν.
Πρ Γ-9. και είδεν αυτόν πας ο λαός περιπατούντα και αινούντα τον Θεόν.
Πρ Γ-10. επεγίνωσκον τε αυτόν ότι ούτος ην ο προς την ελεημοσύνην καθήμενος επί τη ωραία πύλη του ιερού, και επλήσθησαν θάμβους και εκστάσεως επί τω συμβεβηκότι αυτώ.
Πρ Γ-11. Κρατούντος δε του ιαθέντος χωλού τον Πέτρον και Ιωάννην συνέδραμε προς αυτούς πας ο λαός επί τη στοά τη καλουμένη Σολομώντος έκθαμβοι.


Στίχοι 12-26. Δευτέρα ομιλία του Πέτρου. Νέα προτροπή εις μετάνοιαν.

Πρ Γ-12. ιδών δε Πέτρος απεκρίνατο προς τον λαόν. άνδρες Ισραηλίται, τι θαυμάζετε επί τούτω, ή ημίν τι ατενίζετε ως ιδία δυνάμει ή ευσεβεία πεποιηκόσι του περιπατείν αυτόν;
Πρ Γ-13. ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων ημών, εδόξασε τον παίδα αυτού Ιησούν. ον υμείς μεν παρεδώκατε και ηρνήσασθε αυτόν κατά πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος εκείνου απολύειν.
Πρ Γ-14. υμείς δε τον άγιον και δίκαιον ηρνήσασθε, και ητήσασθε άνδρα φονέα χαρισθήναι υμίν,
Πρ Γ-15. τον δε αρχηγόν της ζωής απεκτείνατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, ου ημείς μάρτυρες εσμέν.
Πρ Γ-16. και επί τη πίστει του ονόματος αυτού τούτον, ον θεωρείτε και οίδατε, εστερέωσε το όνομα αυτού, και η πίστις η δι’ αυτού έδωκεν αυτώ την ολοκληρίαν ταύτην απέναντι πάντων υμών.
Πρ Γ-17. και νυν, αδελφοί, οίδα ότι κατά άγνοιαν επράξατε, ώσπερ και οι άρχοντες υμών.
Πρ Γ-18. ο δε Θεός α προκατήγγειλε δια στόματος πάντων των προφητών αυτού παθείν τον Χριστόν, επλήρωσεν ούτω.
Πρ Γ-19. μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας,
Πρ Γ-20. όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου του Κυρίου και αποστείλη τον προκεχειρισμένον υμίν Χριστόν Ιησούν,
Πρ Γ-21. ον δει ουρανόν μεν δέξασθαι άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ων ελάλησεν ο Θεός δια στόματος πάντων αγίων αυτού προφητών απ’ αιώνος.
Πρ Γ-22. Μωϋσής μεν γαρ προς τους πατέρας είπεν ότι προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός υμών εκ των αδελφών υμών ως εμέ. αυτού ακούσεσθε κατά πάντα όσα αν λαλήση προς υμάς.
Πρ Γ-23. έσται δε πάσα ψυχή, ήτις εάν μη ακούση του προφήτου εκείνου, εξολοθρευθήσεται εκ του λαού.
Πρ Γ-24. και πάντες δε οι προφήται από Σαμουήλ και των καθεξής όσοι ελάλησαν, και κατήγγειλαν τας ημέρας ταύτας.
Πρ Γ-25. υμείς έστε οι υιοί των προφητών και της διαθήκης ης διέθετο ο Θεός προς τους πατέρας ημών, λέγων προς Αβραάμ. και εν τω σπέρματι σου ενευλογηθήσονται πάσαι αι πατριαί της γης.
Πρ Γ-26. υμίν πρώτον ο Θεός αναστήσας τον παίδα αυτού Ιησούν απέστειλεν αυτόν ευλογούντα υμάς εν τω αποστρέφειν έκαστον από των πονηριών υμών.

Κεφάλαιον Δ΄.

Στίχοι 1-22. Οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης ενώπιον του συνεδρίου.

Πρ Δ-1. Λαλούντων δε αυτών προς τον λαόν επέστησαν αυτοίς οι ιερείς και ο στρατηγός του ιερού και οι Σαδδουκαίοι,
Πρ Δ-2. διαπονούμενοι δια το διδάσκειν αυτούς τον λαόν και καταγγέλειν εν τω Ιησού την ανάστασιν των νεκρών.
Πρ Δ-3. και επέβαλον αυτοίς τας χείρας και έθεντο εις τήρησιν εις την αύριον. ην γαρ εσπέρα ήδη.
Πρ Δ-4. πολλοί δε των ακουσάντων τον λόγον επίστευσαν, και εγενήθη ο αριθμός των ανδρών ωσεί χιλιάδες πέντε.
Πρ Δ-5. Εγένετο δε επί την αύριον συναχθήναι αυτών τους άρχοντας και τους πρεσβυτέρους και γραμματείς εις Ιερουσαλήμ,
Πρ Δ-6. και Άνναν τον αρχιερέα και Καϊάφαν και Ιωάννην και Αλέξανδρον και όσοι ήσαν εκ γένους αρχιερατικού,
Πρ Δ-7. και στήσαντες αυτούς εν τω μέσω επυνθάνοντο. εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι εποιήσατε τούτο υμείς;
Πρ Δ-8. τότε Πέτρος πλησθείς Πνεύματος Αγίου είπε προς αυτούς. άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ,
Πρ Δ-9. ει ημείς σήμερον ανακρινόμεθα επί ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, εν τίνι ούτος σέσωσται,
Πρ Δ-10. γνωστόν έστω πάσιν υμίν και παντί τω λαώ Ισραήλ ότι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, ον υμείς εσταυρώσατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής.
Πρ Δ-11. ούτος εστίν ο λίθος ο εξουθενηθείς υφ’ υμών των οικοδομούντων, ο γενόμενος εις κεφαλήν γωνίας.
Πρ Δ-12. και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς.
Πρ Δ-13. Θεωρούντες δε την του Πέτρου παρρησίαν και Ιωάννου και καταλαβόμενοι ότι άνθρωποι αγράμματοι εισί και ιδιώται, εθαύμαζον, επεγίνωσκον τε αυτούς ότι συν τω Ιησού ήσαν,
Πρ Δ-14. τον δε άνθρωπον βλέποντες συν αυτοίς εστώτα τον τεθεραπευμένον, ουδέν είχον αντειπείν.
Πρ Δ-15. κελεύσαντες δε αυτούς έξω του συνεδρίου απελθείν, συνέβαλλον προς αλλήλους
Πρ Δ-16. λέγοντες. τι ποιήσομεν τοις ανθρώποις τούτοις; ότι μεν γαρ γνωστόν σημείον γέγονε δι’ αυτών, πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ φανερόν, και ου δυνάμεθα αρνήσασθαι.
Πρ Δ-17. άλλ’ ίνα μη επί πλείον διανεμηθή εις τον λαόν, απειλή απειλησώμεθα αυτοίς μηκέτι λαλείν επί τω ονόματι τούτω μηδενί ανθρώπων.
Πρ Δ-18. και καλέσαντες αυτούς παρήγγειλαν αυτοίς το καθόλου μη φθέγγεσθαι μηδέ διδάσκειν επί τω ονόματι του Ιησού.
Πρ Δ-19. ο δε Πέτρος και Ιωάννης αποκριθέντες προς αυτούς είπον. ει δίκαιον εστίν ενώπιον του Θεού υμών ακούειν μάλλον ή του Θεού, κρίνατε.
Πρ Δ-20. ου δυνάμεθα γαρ ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν.
Πρ Δ-21. οι δε προσαπειλησάμενοι απέλυσαν αυτούς, μηδέν ευρίσκοντες το πώς κολάσονται αυτούς, δια τον λαόν, ότι πάντες εδόξαζον τον Θεόν επί τω γεγονότι.
Πρ Δ-22. ετών γαρ ην πλειόνων τεσσαράκοντα ο άνθρωπος εφ’ ον εγεγόνει το σημείον τούτον της ιάσεως.

Στίχοι 23-31. Προσευχή της Εκκλησίας.

Πρ Δ-23. Απολυθέντες δε ήλθον προς τους ιδίους και απήγγειλαν όσα προς αυτούς οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι είπον.
Πρ Δ-24. οι δε ακούσαντες ομοθυμαδόν ήραν φωνήν προς τον Θεόν και είπον. Δέσποτα, συ ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς,
Πρ Δ-25. ο δια στόματος Δαυΐδ παιδός σου ειπών. ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά;
Πρ Δ-26. παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού.
Πρ Δ-27. συνήχθησαν γαρ επ’ αληθείας επί τον άγιον παίδα σου Ιησούν, ον έχρισας, Ηρώδης τε και Πόντιος Πιλάτος συν έθνεσι και λαοίς Ισραήλ,
Πρ Δ-28. ποιήσαι όσα η χειρ σου και η βουλή σου προώρισε γενέσθαι.
Πρ Δ-29. και τα νυν, Κύριε, έπιδε επί τας απειλάς αυτών, και δος τοις δούλοις σου μετά παρρησίας πάσης λαλείν τον λόγον σου
Πρ Δ-30. εν τω την χείρα σου εκτείνειν σε εις ιάσιν και σημεία και τέρατα γίνεσθαι δια του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού.
Πρ Δ-31. και δεηθέντων αυτών εσαλεύθη ο τόπος εν ω ήσαν συνηγμένοι, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ελάλουν τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας.

Στίχοι 32-37. Ενότης θαυμαστή των πιστών.

Πρ Δ-32. Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, άλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά.
Πρ Δ-33. και μεγάλη δυνάμει απεδίδουν το μαρτύριον οι απόστολοι της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού, χάρις τε μεγάλη ην επί πάντας αυτούς.
Πρ Δ-34. ουδέ γαρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς. όσοι γαρ κτήτορες χωρίων ή οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων και ετίθουν παρά τους πόδας των αποστόλων.
Πρ Δ-35. διεδίδοτο δε εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν.
Πρ Δ-36. Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας από των αποστόλων, ο έστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τω γένει,
Πρ Δ-37. υπάρχοντος αυτώ αγρού, πωλήσας ήνεγκε το χρήμα και έθηκε παρά τους πόδας των αποστόλων.

Κεφάλαιον Ε΄.

Στίχοι 1-11. Το ψεύδος και η τιμωρία του Ανανίου και της Σαπφείρης.


Πρ Ε-1. Ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυτού επώλησε κτήμα
Πρ Ε-2. και ενοσφίσατο από της τιμής, συνειδυίας και της γυναικός αυτού, και ενέγκας μέρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκεν.
Πρ Ε-3. είπε δε Πέτρος. Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαι σε το Πνεύμα το Άγιον και νοσφίσασθαι από της τιμής του χωρίου;
Πρ Ε-4. ουχί μένον σοι έμενε και πραθέν εν τη ση εξουσία υπήρχε; τι ότι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ.
Πρ Ε-5. ακούων δε ο Ανανίας τους λόγους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγένετο φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.
Πρ Ε-6. αναστάντες δε οι νεώτεροι συνέστειλαν αυτόν και εξενέγκαντες έθαψαν.
Πρ Ε-7. Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυτού, μη ειδυία το γεγονός, εισήλθεν.
Πρ Ε-8. απεκρίθη δε αυτή ο Πέτρος. είπε μοι, ει τοσούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε. ναι, τοσούτου.
Πρ Ε-9. ο δε Πέτρος είπε προς αυτήν. τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πόδες των θαψάντων τον άνδρα σου επί τη θύρα εξοίσουσι σε.
Πρ Ε- 10. έπεσε δε παραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν. εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκράν, και εξενέγκαντες έθαψαν προς τον άνδρα αυτής.
Πρ Ε-11. και εγένετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκκλησίαν και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.


Στίχοι 12-16. Θαύματα των αποστόλων.

Πρ Ε-12. Δια δε των χειρών των αποστόλων εγίνετο σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά. και ήσαν ομοθυμαδόν άπαντες εν τη στοά Σολομώντος.
Πρ Ε-13. των δε λοιπών ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς, άλλ’ εμεγάλυνεν αυτούς ο λαός.
Πρ Ε-14. μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών τε και γυναικών,
Πρ Ε-15. ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τιθέναι επί κλινών και κραβάττων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση τινί αυτών.
Πρ Ε-16. συνήρχετο δε και το πλήθος των πέριξ πόλεων εις Ιερουσαλήμ φέροντες ασθενείς και οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων, οίτινες εθεραπεύοντο άπαντες.

Στίχοι 17-42. Δευτέρα φυλάκισις του Πέτρου και του Ιωάννου και δια θαύματος θαυμαστή αποφυλάκισις αυτών.

Πρ Ε-17. Αναστάς δε ο αρχιερεύς και πάντες οι συν αυτώ, η ούσα αίρεσις των Σαδδουκαίων, επλήσθησαν ζήλου
Πρ Ε-18. και επέβαλον τας χείρας αυτών επί τους αποστόλους, και έθεντο αυτούς εν τηρήσει δημοσία.
Πρ Ε-19. άγγελος δε Κυρίου δια της νυκτός ήνοιξε τας θύρας της φυλακής, εξαγαγών τε αυτούς είπε.
Πρ Ε-20. πορεύεσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης.
Πρ Ε-21. ακούσαντες δε εισήλθον υπό τον όρθρον εις το ιερόν και εδίδασκον. παραγενόμενος δε ο αρχιερεύς και οι συν αυτώ συνεκάλεσαν το συνέδριον και πάσαν την γερουσίαν των υιών Ισραήλ, και απέστειλαν εις το δεσμωτήριον αχθήναι αυτούς.
Πρ Ε-22. οι δε υπηρέται παραγενόμενοι ουχ εύρον αυτούς εν τη φυλακή, αναστρέψαντες δε απήγγειλαν
Πρ Ε-23. λέγοντες ότι το μεν δεσμωτήριον εύρομεν κεκλεισμένον εν πάση ασφαλεία και τους φύλακας εστώτας προ των θυρών, ανοίξαντες δε έσω ουδένα εύρομεν.
Πρ Ε-24. ως δε ήκουσαν τους λόγους τούτους ο τε ιερεύς και ο στρατηγός του ιερού και οι αρχιερείς, διηπόρουν περί αυτών τι αν γένοιτο τούτο.
Πρ Ε-25. παραγενόμενος δε τις απήγγειλεν αυτοίς ότι ιδού οι άνδρες, ους έθεσθε εν τη φυλακή, εισίν εν τω ιερώ εστώτες και διδάσκοντες τον λαόν.
Πρ Ε-26. τότε απελθών ο στρατηγός συν τοις υπηρέταις ήγαγεν αυτούς ου μετά βίας. εφοβούντο γαρ τον λαόν, ίνα μη λιθασθώσιν.
Πρ Ε-27. αγαγόντες δε αυτούς έστησαν εν τω συνεδρίω. και επηρώτησεν αυτούς ο αρχιερεύς
Πρ Ε-28. λέγων. ου παραγγελία παρηγγείλαμεν υμίν μη διδάσκειν επί τω ονόματι τούτω; και ιδού πεπληρώκατε την Ιερουσαλήμ της διδαχής υμών, και βούλεσθε επαγαγείν εφ’ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου.
Πρ Ε-29. αποκριθείς δε Πέτρος και οι απόστολοι είπον. πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις.
Πρ Ε-30. ο Θεός των πατέρων ημών ήγειρεν Ιησούν, ον υμείς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες επί ξύλου.
Πρ Ε-31. τούτον ο Θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσε τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν τω Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών.
Πρ Ε-32. και ημείς έσμεν αυτού μάρτυρες των ρημάτων τούτων, και το Πνεύμα δε το Άγιον ο έδωκεν ο Θεός τοις πειθαρχούσιν αυτώ.
Πρ Ε-33. οι δε ακούσαντες διεπρίοντο και εβουλεύοντο ανελείν αυτούς.
Πρ Ε-34. Αναστάς δε τις εν τω συνεδρίω Φαρισαίος ονόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντί τω λαώ, εκέλευσεν έξω βραχύ τι τους αποστόλους ποιήσαι,
Πρ Ε-35. είπε τε προς αυτούς. άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε εαυτοίς επί τοις ανθρώποις τούτοις τι μέλλετε πράσσειν.
Πρ Ε-36. προ γαρ τούτων των ημερών ανέστη Θευδάς, λέγων είναι τινά εαυτόν, ω προσεκλίθη αριθμός ανδρών ωσεί τετρακοσίων. ος ανηρέθη, και πάντες όσοι επείθοντο αυτώ διελύθησαν και εγένοντο εις ουδέν.
Πρ Ε-37. μετά τούτον ανέστη Ιούδας ο Γαλιλαίος εν ταις ημέραις της απογραφής και απέστησε λαόν ικανόν οπίσω αυτού. κακείνος απώλετο, και πάντες όσοι επείθοντο αυτώ διεσκορπίσθησαν.
Πρ Ε-38. και τα νυν λέγω υμίν, απόστητε από των ανθρώπων τούτων και εάσατε αυτούς. ότι εάν η εξ ανθρώπων η βουλή αύτη ή το έργον τούτο, καταλυθήσεται.
Πρ Ε-39. ει δε εκ Θεού έστιν, ου δύνασθε καταλύσαι αυτό, μη ποτέ και θεομάχοι ευρεθήτε.
Πρ Ε- 40. επείσθησαν δε αυτώ, και προσκαλεσάμενοι τους αποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μη λαλείν επί τω ονόματι του Ιησού, και απέλυσαν αυτούς.
Πρ Ε-41. οι μεν ουν επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι.
Πρ Ε-42. πάσαν τε ημέραν εν τω ιερώ και κατ’ οίκον ουκ επαύοντο διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι Ιησούν τον Χριστόν.


Κεφάλαιον ΣΤ΄.

Στίχοι 1-7. Εκλογή των επτά διακόνων.

Πρ ΣΤ-1. Εν δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών.
Πρ ΣΤ-2. προσκαλεσάμενοι δε οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών είπον. ουκ αρεστόν έστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις.
Πρ ΣΤ-3. επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης.
Πρ ΣΤ-4. ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν.
Πρ ΣΤ-5. και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους. και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και Πρόχορον και Νικάνορα και Τίμωνα και Παρμενάν και Νικόλαον προσήλυτον Αντιοχέα,
Πρ ΣΤ-6. ους έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας.
Πρ ΣΤ-7. και ο λόγος του Θεού ηύξανε, και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλήμ σφόδρα, πολύς τε όχλος των ιερέων υπήκουον τη πίστει.

Στίχοι 8-15. Ο Στέφανος κηρύττει τον Χριστόν. Οδηγείται εις το συνέδριον.

Πρ ΣΤ-8. Στέφανος δε πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ.
Πρ ΣΤ-9. ανέστησαν δε τινές των εκ της συναγωγής της λεγομένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητούντες τω Στεφάνω,
Πρ ΣΤ-10. και ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει.
Πρ ΣΤ-11. τότε υπέβαλον άνδρας λέγοντας ότι ακηκόαμεν αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωϋσήν και τον Θεόν.
Πρ ΣΤ-12. συνεκίνησαν τε τον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, και επιστάντες συνήρπασαν αυτόν και ήγαγον εις το συνέδριον,
Πρ ΣΤ-13. έστησαν τε μάρτυρας ψευδείς λέγοντας. ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου και του νόμου.
Πρ ΣΤ-14. ακηκόαμεν γαρ αυτού λέγοντος ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη α παρέδωκεν ημίν Μωϋσής.
Πρ ΣΤ-15. και ατενίσαντες εις αυτόν άπαντες οι καθεζόμενοι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου.

Κεφάλαιον Ζ΄.

Στίχοι 1-60. Απολογία και λιθοβολισμός του Στεφάνου.

Πρ Ζ-1. Είπε δε ο αρχιερεύς. ει άρα ταύτα ούτως έχει;
Πρ Ζ-2. ο δε έφη. άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. ο Θεός της δόξης ώφθη τω πατρί ημών Αβραάμ όντι εν τη Μεσοποταμία, πριν ή κατοικήσαι αυτόν εν Χαρράν,
Πρ Ζ-3. και είπε προς αυτόν. έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω.
Πρ Ζ-4. τότε εξελθών εκ γης Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν. κακείθεν μετά το αποθανείν τον πατέρα αυτού μετώκισεν αυτόν εις την γην ταύτην εις ην υμείς νυν κατοικείτε.
Πρ Ζ-5. και ουκ έδωκεν αυτώ κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός, και επηγγείλατο δούναι αυτώ εις κατάσχεσιν αυτήν και τω σπέρματι αυτού μετ’ αυτόν, ουκ όντος αυτώ τέκνου.
Πρ Ζ-6. ελάλησε δε ούτως ο Θεός, ότι έσται το σπέρμα αυτού πάροικον εν γη αλλοτρία, και δουλώσουσιν αυτό και κακώσουσιν έτη τετρακόσια.
Πρ Ζ-7. και το έθνος ω εάν δουλεύσωσι κρινώ εγώ, είπεν ο Θεός. και μετά ταύτα εξελεύσονται και λατρεύσουσι μοι εν τω τόπω τούτω.
Πρ Ζ-8. και έδωκεν αυτώ διαθήκην περιτομής. και ούτως εγέννησε τον Ισαάκ και περιέτεμεν αυτόν τη ημέρα τη ογδόη, και ο Ισαάκ τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας.
Πρ Ζ-9. Και οι πατριάρχαι ζηλώσαντες τον Ιωσήφ απέδοντο εις Αίγυπτον.
Πρ Ζ-10. και ην ο Θεός μετ’ αυτού, και εξείλετο αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού, και έδωκεν αυτώ χάριν και σοφίαν εναντίον Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου, και κατέστησεν αυτόν ηγούμενον επ’ Αίγυπτον και όλον τον οίκον αυτού.
Πρ Ζ-11. ήλθε δε λιμός εφ’ όλην την γην Αιγύπτου και Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και ουχ εύρισκον χορτάσματα οι πατέρες ημών.
Πρ Ζ-12. ακούσας δε Ιακώβ όντα σίτα εν Αιγύπτω εξαπέστειλε τους πατέρας ημών πρώτον.
Πρ Ζ-13. και εν τω δευτέρω ανεγνωρίσθη Ιωσήφ τοις αδελφοίς αυτού, και φανερόν εγένετο τω Φαραώ το γένος του Ιωσήφ.
Πρ Ζ-14. αποστείλας δε Ιωσήφ μετεκαλέσατο τον πατέρα αυτού Ιακώβ και πάσαν την συγγένειαν αυτού εν ψυχαίς εβδομήκοντα πέντε.
Πρ Ζ-15. κατέβη δε Ιακώβ εις Αίγυπτον και ετελεύτησεν αυτός και οι πατέρες ημών,
Πρ Ζ-16. και μετετέθησαν εις Συχέμ και ετέθησαν εν τω μνήματι ω ωνήσατο Αβραάμ τιμής αργυρίου παρά των υιών Εμμόρ και Συχέμ.
Πρ Ζ-17. Καθώς δε ήγγιζεν ο χρόνος της επαγγελίας ην ώμοσεν ο Θεός τω Αβραάμ, ηύξησεν ο λαός και επληθύνθη εν Αιγύπτω,
Πρ Ζ-18. άχρις ου ανέστη βασιλεύς έτερος, ος ουκ ήδει τον Ιωσήφ.
Πρ Ζ-19. ούτος κατασοφισάμενος το γένος ημών εκάκωσε τους πατέρας ημών του ποιείν έκθετα τα βρέφη αυτών, εις το μη ζωογονείσθαι.
Πρ Ζ-20. εν ω καιρώ εγεννήθη Μωϋσής, και ην αστείος τω Θεώ. ος ανετράφη μήνας τρεις εν τω οίκω του πατρός αυτού.
Πρ Ζ-21. εκτεθέντα δε αυτόν ανείλετο αυτόν η θυγάτηρ Φαραώ και ανεθρέψατο αυτόν εαυτή εις υιόν.
Πρ Ζ-22. και επαιδεύθη Μωϋσής πάση σοφία Αιγυπτίων, ην δε δυνατός εν λόγοις και εν έργοις.
Πρ Ζ-23. Ως δε επληρούτο αυτώ τεσσαρακονταετής χρόνος, ανέβη εις την καρδίαν αυτού επισκέψασθαι τους αδελφούς αυτού τους υιούς Ισραήλ.
Πρ Ζ-24. και ιδών τινά αδικούμενον ημύνατο, και εποιήσατο εκδίκησιν τω καταπονουμένω πατάξας τον Αιγύπτιον.
Πρ Ζ-25. ενόμιζε δε συνιέναι τους αδελφούς αυτού ότι ο Θεός δια χειρός αυτού δίδωσιν αυτοίς σωτηρίαν. οι δε ου συνήκαν.
Πρ Ζ-26. τη τε επιούση ημέρα ώφθη αυτοίς μαχομένοις, και συνήλασεν αυτούς εις ειρήνην ειπών. άνδρες, αδελφοί έστε υμείς. ίνα τι αδικείτε αλλήλους;
Πρ Ζ-27. ο δε αδικών τον πλησίον απώσατο αυτόν ειπών. τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ’ ημών;
Πρ Ζ-28. μη ανελείν με συ θέλεις ον τρόπον ανείλες χθες τον Αιγύπτιον;
Πρ Ζ-29. έφυγε δε Μωϋσής εν τω λόγω τούτω και εγένετο πάροικος εν γη Μαδιάμ, ου εγέννησεν υιούς δύο.
Πρ Ζ-30. Και πληρωθέντων ετών τεσσαράκοντα ώφθη αυτώ εν τη ερήμω του όρους Σινά άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός βάτου.
Πρ Ζ-31. ο δε Μωϋσής ιδών εθαύμαζε το όραμα. προσερχομένου δε αυτού κατανοήσαι εγένετο φωνή Κυρίου προς αυτόν.
Πρ Ζ-32. εγώ ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ. έντρομος δε γενόμενος Μωϋσής ουκ ετόλμα κατανοήσαι.
Πρ Ζ-33. είπε δε αυτώ ο Κύριος. λύσον το υπόδημα των ποδών σου. ο γαρ τόπος εν ω έστηκας γη αγία εστίν.
Πρ Ζ-34. ιδών είδον την κάκωσιν του λαού μου του εν Αιγύπτω και του στεναγμού αυτών ήκουσα, και κατέβην εξελέσθαι αυτούς. και νυν δεύρο αποστελώ σε εις Αίγυπτον.
Πρ Ζ-35. Τούτον τον Μωϋσήν ον ηρνήσαντο ειπόντες. τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν; τούτον ο Θεός άρχοντα και λυτρωτήν απέστειλεν εν χειρί αγγέλου του οφθέντος αυτώ εν τη βάτω.
Πρ Ζ-36. ούτος εξήγαγεν αυτούς ποιήσας τέρατα και σημεία εν γη Αιγύπτω και εν Ερυθρά θαλάσση και εν τη ερήμω έτη τεσσαράκοντα.
Πρ Ζ-37. ούτος εστίν ο Μωϋσής ο ειπών τοις υιοίς Ισραήλ. προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός υμών εκ των αδελφών υμών ως εμέ. αυτού ακούσεσθε.
Πρ Ζ-38. ούτος εστίν ο γενόμενος εν τη εκκλησία εν τη ερήμω μετά του αγγέλου του λαλούντος αυτώ εν τω όρει Σινά και των πατέρων ημών, ος εδέξατο λόγια ζώντα ημίν.
Πρ Ζ-39. ω ουκ ηθέλησαν υπήκοοι γενέσθαι οι πατέρες ημών, αλλ’ απώσαντο και εστράφησαν τη καρδία αυτών εις Αίγυπτον
Πρ Ζ-40. ειπόντες τω Ααρών. ποίησον ημίν θεούς οι προπορεύσονται ημών. ο γαρ Μωϋσής ούτος, ος εξήγαγεν ημάς εκ γης Αιγύπτου, ουκ οίδαμεν τι γέγονεν αυτώ.
Πρ Ζ-41. και εμοσχοποίησαν εν ταις ημέραις εκείναις και ανήγαγον θυσίαν τω ειδώλω, και ευφραίνοντο εν τοις έργοις των χειρών αυτών.
Πρ Ζ-42. έστρεψε δε ο Θεός και παρέδωκεν αυτούς λατρεύειν τη στρατιά του ουρανού, καθώς γέγραπται εν βίβλω των προφητών. μη σφάγια και θυσίας προσηνέγκατε μοι έτη τεσσαράκοντα εν τη ερήμω, οίκος Ισραήλ;
Πρ Ζ-43. και ανελάβετε την σκηνήν του Μολόχ και το άστρον του Θεού υμών Ρεμφάν, τους τύπους ους εποιήσατε προσκυνείν αυτοίς. και μετοικιώ υμάς επέκεινα Βαβυλώνος.
Πρ Ζ-44. Η σκηνή του μαρτυρίου ην τοις πατράσιν ημών εν τη ερήμω, καθώς διετάξατο ο λαλών τω Μωϋσή ποιήσαι αυτήν κατά τον τύπον ον εωράκει.
Πρ Ζ-45. ην και εισήγαγον διαδεξάμενοι οι πατέρες ημών μετά Ιησού εν τη κατασχέσει των εθνών ων έξωσεν ο Θεός από προσώπου των πατέρων ημών, έως των ημερών Δαυΐδ.
Πρ Ζ-46. ος εύρε χάριν ενώπιον του Θεού και ητήσατο ευρείν σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ.
Πρ Ζ-47. Σολομών δε ωκοδόμησεν αυτώ οίκον.
Πρ Ζ-48. αλλ’ ουχ ο ύψιστος εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, καθώς ο προφήτης λέγει.
Πρ Ζ-49. ο ουρανός μοι θρόνος, η δε γη υποπόδιον των ποδών μου. ποίον οίκον οικοδομήσετε μοι, λέγει Κύριος, ή τις τόπος της καταπαύσεως μου;
Πρ Ζ-50. ουχί η χειρ μου εποίησε ταύτα πάντα;
Πρ Ζ-51. Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς.
Πρ Ζ-52. τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε.
Πρ Ζ-53. οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγάς αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε.
Πρ Ζ-54. Ακούοντες δε ταύτα διεπρίοντο ταις καρδίαις αυτών και έβρυχον τους οδόντας επ’ αυτόν.
Πρ Ζ-55. υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού,
Πρ Ζ-5 6. και είπεν. ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα.
Πρ Ζ-57. κράξαντες δε φωνή μεγάλη συνέσχον τα ώτα αυτών και ώρμησαν ομοθυμαδόν επ’ αυτόν,
Πρ Ζ-58. και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν. και οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου,
Πρ Ζ-59. και ελιθοβόλουν τον Στέφανον, επικαλούμενον και λέγοντα. Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου.
Πρ Ζ-60. θεις δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη. Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. και τούτο ειπών εκοιμήθη. Σαύλος δε ην συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού.

Κεφάλαιον Η΄.

Στίχοι 1-25. Διωγμός κατά της Εκκλησίας. Ο διάκονος Φίλιππος κηρύττει εις την Σαμάρειαν. Σίμων ο μάγος. Οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης εις την Σαμάρειαν.

Πρ Η-1. Εγένετο δε εν εκείνη τη ημέρα διωγμός μέγας επί την εκκλησίαν την εν Ιεροσολύμοις. πάντες δε διεσπάρησαν κατά τας χώρας της Ιουδαίας και Σαμαρείας, πλην των αποστόλων.
Πρ Η-2. συνεκόμισαν δε τον Στέφανον άνδρες ευλαβείς και εποίησαν κοπετόν μέγαν επ’ αυτώ.
Πρ Η-3. Σαύλος δε ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν.
Πρ Η-4. Οι μεν ουν διασπαρέντες διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον.
Πρ Η-5. Φίλιππος δε κατελθών εις πόλιν της Σαμαρείας εκήρυσσεν αυτοίς τον Χριστόν.
Πρ Η-6. προσείχον δε οι όχλοι τοις λεγομένοις υπό του Φιλίππου ομοθυμαδόν εν τω ακούειν αυτούς και βλέπειν τα σημεία α εποίει.
Πρ Η-7. πολλών γαρ των εχόντων πνεύματα ακάθαρτα βοώντα φωνή μεγάλη εξήρχετο, πολλοί δε παραλελυμένοι και χωλοί εθεραπεύθησαν,
Πρ Η-8. και εγένετο χαρά μεγάλη εν τη πόλει εκείνη.
Πρ Η-9. Ανήρ δε τις ονόματι Σίμων προϋπήρχεν εν τη πόλει μαγεύων και εξιστών το έθνος της Σαμαρείας, λέγων είναι τινά εαυτόν μέγαν.
Πρ Η-10. ω προσείχον πάντες από μικρού έως μεγάλου λέγοντες. ούτος εστίν η δύναμις του Θεού η μεγάλη.
Πρ Η-11. προσείχον δε αυτώ δια το ικανώ χρόνω ταις μαγείαις εξεστακέναι αυτούς.
Πρ Η-12. ότε δε επίστευσαν τω Φιλίππω ευαγγελιζομένω τα περί της βασιλείας του Θεού και του ονόματος Ιησού Χριστού, εβαπτίζοντο άνδρες τε και γυναίκες.
Πρ Η-13. ο δε Σίμων και αυτός επίστευσε, και βαπτισθείς ην προσκαρτερών τω Φιλίππω, θεωρών τε δυνάμεις και σημεία γινόμενα εξίστατο.
Πρ Η-14. Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι ότι δέδεκται η Σαμάρεια τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην.
Πρ Η-15. οίτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αυτών όπως λάβωσι Πνεύμα Άγιον.
Πρ Η-16. ούπω γαρ ην επ’ ουδενί αυτών επιπεπτωκός, μόνον δε βεβαπτισμένοι υπήρχον εις το όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πρ Η-17. τότε επετίθουν τας χείρας επ’ αυτούς, και ελάμβανον Πνεύμα Άγιον.
Πρ Η-18. ιδών δε ο Σίμων ότι δια της επιθέσεως των χειρών των αποστόλων δίδοται το Πνεύμα το Άγιον, προσήνεγκεν αυτοίς χρήματα
Πρ Η-19. λέγων. δότε καμοί την εξουσίαν ταύτην, ίνα ω εάν επιθώ τας χείρας λαμβάνη Πνεύμα Άγιον.
Πρ Η-20. Πέτρος δε είπε προς αυτόν. το αργύριον σου συν σοι είη εις απώλειαν, ότι την δωρεάν του Θεού ενόμισας δια χρημάτων κτάσθαι.
Πρ Η-21. ουκ έστι σοι μερίς ουδέ κλήρος εν τω λόγω τούτω. η γαρ καρδία σου ουκ έστιν ευθεία ενώπιον του Θεού.
Πρ Η-22. μετανόησον ουν από της κακίας σου ταύτης, και δεήθητι του Θεού ει άρα αφεθήσεται σοι η επίνοια της καρδίας σου.
Πρ Η-23. εις γαρ χολήν πικρίας και σύνδεσμον αδικίας ορώ σε όντα.
Πρ Η-24. αποκριθείς δε ο Σίμων είπε. δεήθητε υμείς υπέρ εμού προς τον Θεόν όπως μηδέν επέλθη επ’ εμέ ων ειρήκατε.
Πρ Η-25. Οι μεν ουν διαμαρτυράμενοι και λαλήσαντες τον λόγον του Κυρίου υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας των Σαμαρειτών ευηγγελίσαντο.

Στίχοι 26-40. Ο Φίλιππος βαπτίζει Αιθίοπα αξιωματούχον.

Πρ Η-26. Άγγελος δε Κυρίου ελάλησε προς Φίλιππον λέγων. ανάστηθι και πορεύου κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν. αύτη εστίν έρημος.
Πρ Η-27. και αναστάς επορεύθη. και ιδού ανήρ Αιθίοψ ευνούχος δυνάστης Κανδάκης της βασιλίσσης Αιθιόπων, ος ην επί πάσης της γάζης αυτής, ος εληλύθει προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ,
Πρ Η-28. ην τε υποστρέφων και καθήμενος επί του άρματος αυτού, και ανεγίνωσκε τον προφήτην Ησαΐαν.
Πρ Η-29. είπε δε το Πνεύμα τω Φιλίππω. πρόσελθε και κολλήθητι τω άρματι τούτω.
Πρ Η-30. προσδραμών δε ο Φίλιππος ήκουσεν αυτού αναγινώσκοντος τον προφήτην Ησαΐαν, και είπεν. άρα γε γινώσκεις α αναγινώσκεις;
Πρ Η-31. ο δε είπε. πώς γαρ αν δυναίμην, εάν μη τις οδηγήση με; παρεκάλεσε τε τον Φίλιππον αναβάντα καθίσαι συν αυτώ.
Πρ Η-32. η δε περιοχή της γραφής ην ανεγίνωσκεν ην αύτη. ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη. και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού.
Πρ Η-33. εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη. την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού.
Πρ Η-34. αποκριθείς δε ο ευνούχος τω Φιλίππω είπε. δέομαι σου, περί τίνος ο προφήτης λέγει τούτο; περί εαυτού ή περί ετέρου τινός;
Πρ Η-35. ανοίξας δε ο Φίλιππος το στόμα αυτού και αρξάμενος από της γραφής ταύτης ευηγγελίσατο αυτώ τον Ιησούν.
Πρ Η-36. ως δε επορεύοντο κατά την οδόν, ήλθον επί τι ύδωρ, και φησίν ο ευνούχος. ιδού ύδωρ. τι κωλύει με βαπτισθήναι;
Πρ Η-37. είπε δε ο Φίλιππος. ει πιστεύεις εξ όλης της καρδίας, έξεστιν. αποκριθείς δε είπε. πιστεύω τον υιόν του Θεού είναι τον Ιησούν Χριστόν.
Πρ Η-38. και εκέλευσε στήναι το άρμα, και κατέβησαν αμφότεροι εις το ύδωρ, ο τε Φίλιππος και ο ευνούχος, και εβάπτισεν αυτόν.
Πρ Η-39. ότε δε ανέβησαν εκ του ύδατος, Πνεύμα Κυρίου ήρπασε τον Φίλιππον, και ουκ είδεν αυτόν ουκέτι ο ευνούχος. επορεύετο γαρ την οδόν αυτού χαίρων.
Πρ Η-40. Φίλιππος δε ευρέθη εις Άζωτον, και διερχόμενος ευηγγελίζετο τας πόλεις πάσας έως του ελθείν αυτόν εις Καισάρειαν.


Κεφάλαιον Θ΄.


Στίχοι 1-18. Η επιστροφή του Παύλου.

Πρ Θ-1. Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου, προσελθών τω αρχιερεί
Πρ Θ-2. ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως εάν τινας εύρη της οδού όντας, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ.
Πρ Θ-3. εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ, και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού,
Πρ Θ-4. και πεσών επί την γην ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτώ. Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις;
Πρ Θ-5. είπε δε. τις ει, κύριε; ο δε Κύριος είπεν. εγώ είμι Ιησούς ον συ διώκεις.
Πρ Θ-6. αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν.
Πρ Θ-7. οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτώ ειστήκεισαν ενεοί, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες.
Πρ Θ-8. ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης, ανεωγμένων τε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε. χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν.
Πρ Θ-9. και ην ημέρας τρεις μη βλέπων, και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν.
Πρ Θ-10. Ην δε τις μαθητής εν Δαμασκώ ονόματι Ανανίας, και είπε προς αυτόν ο Κύριος εν οράματι. Ανανία. ο δε είπεν. ιδού εγώ, Κύριε.
Πρ Θ-11. ο δε Κύριος προς αυτόν. αναστάς πορεύθητι επί την ρύμην την καλουμένην ευθείαν και ζήτησον εν οικία Ιούδα Σαύλον ονόματι Ταρσέα. ιδού γαρ προσεύχεται,
Πρ Θ-12. και είδεν εν οράματι άνδρα ονόματι Ανανίαν εισελθόντα και επιθέντα αυτώ χείρα, όπως αναβλέψη.
Πρ Θ-13. απεκρίθη δε Ανανίας. Κύριε, ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ.
Πρ Θ-14. και ώδε έχει εξουσίαν παρά των αρχιερέων δήσαι πάντας τους επικαλουμένους το όνομα σου.
Πρ Θ-15. είπε δε προς αυτόν ο Κύριος. πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστίν ούτος του βαστάσαι το όνομα μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ.
Πρ Θ-16. εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματος μου παθείν.
Πρ Θ-17. Απήλθε δε Ανανίας και εισήλθεν εις την οικίαν, και επιθείς επ’ αυτόν τας χείρας είπε. Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκε με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδώ η ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος Αγίου.
Πρ Θ-18. και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψε τε, και αναστάς εβαπτίσθη, και λαβών τροφήν ενίσχυσεν.


Στίχοι 19-30. Ο Παύλος κηρύττει εις Δαμασκόν και Ιερουσαλήμ.

Πρ Θ-19. Εγένετο δε ο Σαύλος μετά των όντων εν Δαμασκώ μαθητών ημέρας τινάς,
Πρ Θ-20. και ευθέως εν ταις συναγωγαίς εκήρυσσε τον Ιησούν ότι ούτος εστίν ο υιός του Θεού.
Πρ Θ-21. εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες και έλεγον. ουχ ούτος εστίν ο πορθήσας εν Ιερουσαλήμ τους επικαλουμένους το όνομα τούτο, και ώδε εις τούτο ελήλυθεν, ίνα δεδεμένους αυτούς αγάγη επί τους αρχιερείς;
Πρ Θ-22. Σαύλος δε μάλλον ενεδυναμούτο και συνέχυνε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκώ, συμβιβάζων ότι ούτος εστίν ο Χριστός.
Πρ Θ-23. ως δε επληρούντο ημέραι ικαναί, συνεβουλεύσαντο οι Ιουδαίοι ανελείν αυτόν.
Πρ Θ-24. εγνώσθη δε τω Σαύλω η επιβουλή αυτών. παρετήρουν τε τας πύλας ημέρας τε και νυκτός όπως αυτόν ανέλωσι.
Πρ Θ-25. λαβόντες δε αυτόν οι μαθηταί νυκτός καθήκαν δια του τείχους χαλάσαντες εν σπυρίδι.
Πρ Θ-26. Παραγενόμενος δε ο Σαύλος εις Ιερουσαλήμ επειράτο κολλάσθαι τοις μαθηταίς και πάντες εφοβούντο αυτόν, μη πιστεύοντες ότι εστί μαθητής.
Πρ Θ-27. Βαρνάβας δε επιλαβόμενος αυτόν ήγαγε προς τους αποστόλους, και διηγήσατο αυτοίς πώς εν τη οδώ είδε τον Κύριον και ότι ελάλησεν αυτώ, και πώς εν Δαμασκώ επαρρησιάσατο εν τω ονόματι του Ιησού.
Πρ Θ-28. και ην μετ’ αυτών εισπορευόμενος και εκπορευόμενος εν Ιερουσαλήμ και παρρησιαζόμενος εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού,
Πρ Θ-29. ελάλει τε και συνεζήτει προς τους Ελληνιστάς. οι δε επεχείρουν αυτόν ανελείν.
Πρ Θ-30. επιγνόντες δε οι αδελφοί κατήγαγον αυτόν εις Καισάρειαν και εξαπέστειλαν αυτόν εις Ταρσόν.

Στίχοι 31-43. Ο Πέτρος θεραπεύει τον Αινέαν και ανιστά την Ταβιθά.


Πρ Θ-31. Αι μεν ουν εκκλησίαι καθ’ όλης της Ιουδαίας και Γαλιλαίας και Σαμαρείας είχον ειρήνην οικοδομούμεναι και πορευόμεναι τω φόβω του Κυρίου, και τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος επληθύνοντο.
Πρ Θ-32. Εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον δια πάντων κατελθείν και προς τους αγίους τους κατοικούντας Λύδδαν.
Πρ Θ-33. εύρε δε εκεί άνθρωπον τινά Αινέαν ονόματι, εξ ετών οκτώ κατακείμενον επί κραβάττω, ος ην παραλελυμένος.
Πρ Θ-34. και είπεν αυτώ ο Πέτρος. Αινέα, ιάται σε Ιησούς ο Χριστός. ανάστηθι και στρώσον σεαυτώ. και ευθέως ανέστη.
Πρ Θ-35. και είδον αυτόν πάντες οι κατοικούντες Λύδδαν και τον Σάρωνα, οίτινες επέστρεψαν επί τον Κύριον.
Πρ Θ-36. Εν Ιόππη δε τις ην μαθήτρια ονόματι Ταβιθά, η διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς. αύτη ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει.
Πρ Θ-37. εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις ασθενήσασαν αυτήν αποθανείν. λούσαντες δε αυτήν έθηκαν εν υπερώω.
Πρ Θ-38. εγγύς δε ούσης Λύδδης τη Ιόπτη οι μαθηταί ακούσαντες ότι Πέτρος εστίν εν αυτή, απέστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν παρακαλούντες μη οκνήσαι διελθείν έως αυτών.
Πρ Θ-39. αναστάς δε Πέτρος συνήλθεν αυτοίς. ον παραγενόμενον ανήγαγον εις το υπερώον, και παρέστησαν αυτώ πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει μετ’ αυτών ούσα η Δορκάς.
Πρ Θ-40. εκβαλών δε έξω πάντας ο Πέτρος θεις τα γόνατα προσηύξατο, και επιστρέψας προς το σώμα είπε. Ταβιθά, ανάστηθι. η δε ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτής, και ιδούσα τον Πέτρον ανεκάθισε.
Πρ Θ-41. δους δε αυτή χείρα ανέστησεν αυτήν, φωνήσας δε τους αγίους και τας χήρας παρέστησεν αυτήν ζώσαν.
Πρ Θ-42. γνωστόν δε εγένετο καθ’ όλης της Ιόππης, και πολλοί επίστευσαν επί τον Κύριον.
Πρ Θ-43. Εγένετο δε ημέρας ικανάς μείναι αυτόν εν Ιόππη παρά τινί Σίμωνι βυρσεί.


Κεφάλαιον Ι΄.

Στίχοι 1-43. Επιστροφή του εκατοντάρχου Κορνηλίου.

Πρ Ι-1. Ανήρ δε τις εν Καισαρεία ονόματι Κορνήλιος, εκατοντάρχης εκ σπείρης της καλουμένης Ιταλικής,
Πρ Ι-2. ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού, ποιών τε ελεημοσύνας πολλάς τω λαώ και δεόμενος του Θεού δια παντός,
Πρ Ι-3. είδεν εν οράματι φανερώς ωσεί ώραν ενάτην της ημέρας άγγελον του Θεού εισελθόντα προς αυτόν και ειπόντα αυτώ. Κορνήλιε.
Πρ Ι-4. ο δε ατενίσας αυτώ και έμφοβος γενόμενος είπε. τι έστι, κύριε; είπε δε αυτώ. αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού.
Πρ Ι-5. και νυν πέμψον εις Ιόππην άνδρας και μετάπεμψαι Σίμωνα τον επικαλούμενον Πέτρον.
Πρ Ι-6. ούτος ξενίζεται παρά τινί Σίμωνι βυρσεί, ω έστιν οικία παρά θάλασσαν.
Πρ Ι-7. ως δε απήλθεν ο άγγελος ο λαλών τω Κορνηλίω, φωνήσας δύο των οικετών αυτού και στρατιώτην ευσεβή των προσκαρτερούντων αυτώ,
Πρ Ι-8. και εξηγησάμενος αυτοίς άπαντα, απέστειλεν αυτούς εις την Ιόππην.
Πρ Ι-9. Τη δε επαύριον οδοιπορούντων εκείνων και τη πόλει εγγιζόντων ανέβη Πέτρος επί το δώμα προσεύξασθαι περί ώραν έκτην.
Πρ Ι-10. εγένετο δε πρόσπεινος και ήθελε γεύσασθαι. παρασκευαζόντων δε εκείνων επέπεσεν επ’ αυτόν έκστασις,
Πρ Ι-11. και θεωρεί τον ουρανόν ανεωγμένον και καταβαίνον επ’ αυτόν σκεύος τι ως οθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν αρχαίς δεδεμένον και καθιέμενον επί της γης,
Πρ Ι-12. εν ω υπήρχε πάντα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού.
Πρ Ι-13. και εγένετο φωνή προς αυτόν. αναστάς, Πέτρε, θύσον και φάγε.
Πρ Ι-14. ο δε Πέτρος είπε. μηδαμώς, Κύριε. ότι ουδέποτε έφαγον παν κοινόν ή ακάθαρτον.
Πρ Ι-15. και φωνή πάλιν εκ δευτέρου προς αυτόν. α ο Θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου.
Πρ Ι-16. τούτο δε εγένετο επί τρις, και πάλιν ανελήφθη το σκεύος εις τον ουρανόν.
Πρ Ι-17. Ως δε εν εαυτώ διηπόρει ο Πέτρος τι αν είη το όραμα ο είδε, και ιδού οι άνδρες οι απεσταλμένοι από του Κορνηλίου διερωτήσαντες την οικίαν Σίμωνος επέστησαν επί τον πυλώνα,
Πρ Ι-18. και φωνήσαντες επυνθάνοντο ει Σίμων ο επικαλούμενος Πέτρος ενθάδε ξενίζεται.
Πρ Ι-19. του δε Πέτρου διενθυμουμένου περί του οράματος είπεν αυτώ το Πνεύμα. ιδού άνδρες τρεις ζητούσι σε.
Πρ Ι-20. αλλά αναστάς κατάβηθι και πορεύου συν αυτοίς μηδέν διακρινόμενος, διότι εγώ απέσταλκα αυτούς.
Πρ Ι-21. καταβάς δε Πέτρος προς τους άνδρας είπεν. ιδού εγώ είμι ον ζητείτε. τις η αιτία δι’ ην πάρεστε;
Πρ Ι-22. οι δε είπον. Κορνήλιος εκατοντάρχης, ανήρ δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, μαρτυρούμενος τε υπό όλου του έθνους των Ιουδαίων, εχρηματίσθη υπό αγγέλου αγίου μεταπέμψασθαι σε εις τον οίκον αυτού και ακούσαι ρήματα παρά σου.
Πρ Ι-23. εισκαλεσάμενος ουν αυτούς εξένισε. Τη δε επαύριον αναστάς εξήλθε συν αυτοίς, και τινές των αδελφών των από της Ιόππης συνήλθον αυτώ,
Πρ Ι-24. και τη επαύριον εισήλθον εις την Καισάρειαν. ο δε Κορνήλιος ην προσδοκών αυτούς συγκαλεσάμενος τους συγγενείς αυτού και τους αναγκαίους φίλους.
Πρ Ι-25. Ως δε εγένετο του εισελθείν τον Πέτρον, συναντήσας αυτώ ο Κορνήλιος πεσών επί τους πόδας προσεκύνησεν.
Πρ Ι-26. ο δε Πέτρος αυτόν ήγειρε λέγων. ανάστηθι. καγώ αυτός άνθρωπος είμι.
Πρ Ι-27. και συνομιλών αυτώ εισήλθε, και ευρίσκει συνεληλυθότας πολλούς,
Πρ Ι-28. έφη τε προς αυτούς. υμείς επίστασθε ως αθέμιτον εστίν ανδρί Ιουδαίω κολλάσθαι ή προσέρχεσθαι αλλοφύλω. και εμοί ο Θεός έδειξε μηδένα κοινόν ή ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον.
Πρ Ι-29. διό και αναντιρρήτως ήλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι ουν τίνι λόγω μετεπέμψασθε με;
Πρ Ι-30. και ο Κορνήλιος έφη. από τετάρτης ημέρας μέχρι ταύτης της ώρας ήμην νηστεύων, και την ενάτην ώραν προσευχόμενος εν τω οίκω μου. και ιδού ανήρ έστη ενώπιον μου εν εσθήτι λαμπρά,
Πρ Ι-31. και φήσι. Κορνήλιε εισηκούσθη σου η προσευχή και αι ελεημοσύναι σου εμνήσθησαν ενώπιον του Θεού.
Πρ Ι-32. πέμψον ουν εις Ιόππην και μετακάλεσαι Σίμωνα ος επικαλείται Πέτρος. ούτος ξενίζεται εν οικία Σίμωνος βυρσέως παρά θάλασσαν. ος παραγενόμενος λαλήσει σοι.
Πρ Ι-33. εξαυτής ουν έπεμψα προς σε, συ τε καλώς εποίησας παραγενόμενος. νυν ουν πάντες ημείς ενώπιον του Θεού πάρεσμεν ακούσαι πάντα τα προστεταγμένα σοι υπό του Θεού.
Πρ Ι-34. Ανοίξας δε Πέτρος το στόμα αυτού είπεν. επ’ αληθείας καταλαμβάνομαι ότι ουκ έστι προσωπολήπτης ο Θεός,
Πρ Ι-35. αλλ’ εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ έστι.
Πρ Ι-36. τον λόγον ον απέστειλε τοις υιοίς Ισραήλ ευαγγελιζόμενος ειρήνην δια Ιησού Χριστού. ούτος εστί πάντων Κύριος.
Πρ Ι-37. υμείς οίδατε το γενόμενον ρήμα καθ’ όλης της Ιουδαίας, αρξάμενον από της Γαλιλαίας μετά το βάπτισμα ο εκήρυξεν Ιωάννης,
Πρ Ι-38. Ιησούν τον από Ναζαρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύματι Αγίω και δυνάμει, ος διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου, ότι ο Θεός ην μετ’ αυτού.
Πρ Ι-39. και ημείς έσμεν μάρτυρες πάντων ων εποίησεν εν τε τη χώρα των Ιουδαίων και εν Ιερουσαλήμ. ον και ανείλον κρεμάσαντες επί ξύλου.
Πρ Ι-40. τούτον ο Θεός ήγειρε τη τρίτη ημέρα και έδωκεν αυτόν εμφανή γενέσθαι,
Πρ Ι-41. ου παντί τω λαώ, αλλά μάρτυσι τοις προκεχειροτονημένοις υπό του Θεού, ημίν, οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών.
Πρ Ι-42. και παρήγγειλεν ημίν κηρύξαι τω λαώ και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός έστιν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών.
Πρ Ι-43. τούτω πάντες οι προφήται μαρτυρούσιν, άφεσιν αμαρτιών λαβείν δια του ονόματος αυτού πάντα τον πιστεύοντα εις αυτόν.

Στίχοι 44-48. Έκχυσις του Αγίου Πνεύματος επί τους πιστεύσαντας.

Πρ Ι-44. Έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον.
Πρ Ι-45. και εξέστησαν οι εκ περιτομής πιστοί όσοι συνήλθον τω Πέτρω, ότι και επί τα έθνη η δωρεά του Αγίου Πνεύματος εκκέχυται.
Πρ Ι-46. ήκουον γαρ αυτών λαλούντων γλώσσαις και μεγαλυνόντων τον Θεόν.
Πρ Ι-47. τότε απεκρίθη ο Πέτρος. μήτι το ύδωρ κωλύσαι δύναται τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το Πνεύμα το Άγιον έλαβον καθώς και ημείς;
Πρ Ι-48. προσέταξε τε αυτούς βαπτισθήναι εν τω ονόματι του Κυρίου. τότε ηρώτησαν αυτόν επιμείναι ημέρας τινάς.


Κεφάλαιον ΙΑ΄.

Στίχοι 1-18. Ο Πέτρος εξιστορεί τα περί του Κορνηλίου.

Πρ ΙΑ-1. Ήκουσαν δε οι απόστολοι και οι αδελφοί οι όντες κατά την Ιουδαίαν ότι και τα έθνη εδέξαντο τον λόγον του Θεού.
Πρ ΙΑ-2. και ότε ανέβη Πέτρος εις Ιεροσόλυμα, διεκρίνοντο προς αυτόν οι εκ περιτομής
Πρ ΙΑ-3. λέγοντες ότι προς άνδρας ακροβυστίαν έχοντας εισήλθες και συνέφαγες αυτοίς.
Πρ ΙΑ-4. αρξάμενος δε ο Πέτρος εξετίθετο αυτοίς καθεξής λέγων.
Πρ ΙΑ-5. εγώ ήμην εν τη πόλει Ιόππη προσευχόμενος, και είδον εν εκστάσει όραμα, καταβαίνον σκεύος τι ως οθόνην μεγάλην τέσσαρσιν αρχαίς καθιεμένην εκ του ουρανού, και ήλθεν άχρις εμού.
Πρ ΙΑ-6. εις ην ατενίσας κατενόουν, και είδον τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού.
Πρ ΙΑ-7. ήκουσα δε φωνής λεγούσης μοι. αναστάς, Πέτρε, θύσον και φάγε.
Πρ ΙΑ-8. είπον δε. μηδαμώς, Κύριε. ότι παν καινόν ή ακάθαρτον ουδέποτε εισήλθεν εις το στόμα μου.
Πρ ΙΑ-9. απεκρίθη δε μοι φωνή εκ δευτέρου εκ του ουρανού. α ο Θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου.
Πρ ΙΑ-10. τούτο δε εγένετο επί τρις, και πάλιν ανεσπάσθη άπαντα εις τον ουρανόν.
Πρ ΙΑ-11. και ιδού εξαυτής τρεις άνδρες επέστησαν επί την οικίαν εν ην ήμην, απεσταλμένοι από Καισαρείας προς με.
Πρ ΙΑ-12. είπε δε μοι το Πνεύμα συνελθείν αυτοίς μηδέν διακρινόμενον. ήλθον δε συν εμοί και οι εξ αδελφοί ούτοι, και εισήλθομεν εις τον οίκον του ανδρός.
Πρ ΙΑ-13. απήγγειλε τε ημίν πώς είδε τον άγγελον εν τω οίκω αυτού σταθέντα και ειπόντα αυτώ. απόστειλον εις Ιόππην άνδρας και μετάπεμψαι Σίμωνα τον επικαλούμενον Πέτρον,
Πρ ΙΑ-14. ος λαλήσει ρήματα προς σε, εν οις σωθήση συ και πας ο οίκος σου.
Πρ ΙΑ-15. εν δε τω άρξασθαι με λαλείν επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς ώσπερ και εφ’ ημάς εν αρχή.
Πρ ΙΑ-16. εμνήσθην δε του ρήματος Κυρίου ως έλεγεν. Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω.
Πρ ΙΑ-17. ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν πιστεύσασιν επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ δε τις ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;
Πρ ΙΑ-18. ακούσαντες δε ταύτα ησύχασαν και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες. άρα γε και τοις έθνεσιν ο Θεός την μετάνοιαν έδωκεν εις ζωήν.


Στίχοι 19-30. Ο Βαρνάβας και ο Παύλος εις Αντιόχειαν.

ΙΑ-19. Οι μεν ουν διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας, μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις.
ΙΑ-20. Ήσαν δε τινές εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς του Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν.
ΙΑ-21. και ην χειρ Κυρίου μετ’ αυτών, πολύς τε αριθμός πιστεύσας επέστρεψεν επί τον Κύριον.
ΙΑ-22. Ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί αυτών, και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιοχείας.
ΙΑ-23. ος παραγενόμενος και ιδών την χάριν του Θεού εχάρη, και παρεκάλει πάντας τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω,
ΙΑ-24. ότι ην ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως. και προσετέθη όχλος ικανός τω Κυρίω.
ΙΑ-25. εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευρών αυτόν ήγαγεν αυτόν εις Αντιόχειαν.
ΙΑ-26. εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τη εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς.
ΙΑ-27. Εν ταύταις δε ταις ημέραις κατήλθον από Ιεροσολύμων προφήται εις Αντιόχειαν.
ΙΑ-28. αναστάς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε δια του Πνεύματος λιμόν μέγαν μέλλειν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην. όστις και εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος.
ΙΑ-29. των δε μαθητών καθώς ηυπορείτο τις, ώρισαν έκαστος αυτών εις διακονίαν πέμψαι τοις κατοικούσιν εν τη Ιουδαία αδελφοίς.
ΙΑ-30. ο και εποίησαν αποστείλαντες προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου.


Κεφάλαιον ΙΒ΄.

Στίχοι 1-19. Μαρτύριον του Ιακώβου. Φυλάκισις του Πέτρου και απελευθέρωσις αυτού δια θαύματος.


Πρ ΙΒ-1. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν επέβαλεν Ηρώδης ο βασιλεύς τας χείρας κακώσαι τινάς των από της εκκλησίας.
Πρ ΙΒ-2. ανείλε δε Ιάκωβον τον αδελφόν Ιωάννου μαχαίρα.
Πρ ΙΒ-3. και ιδών ότι αρεστόν εστί τοις Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβείν και Πέτρον. ήσαν δε αι ημέραι των αζύμων.
Πρ ΙΒ-4. ον και πίασας έθετο εις φυλακήν, παραδούς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτών φυλάσσειν αυτόν, βουλόμενος μετά το πάσχα αναγαγείν αυτόν τω λαώ.
Πρ ΙΒ-5. ο μεν ουν Πέτρος ετηρείτο εν τη φυλακή. προσευχή δε ην εκτενής γινομένη υπό της εκκλησίας προς τον Θεόν υπέρ αυτού.
Πρ ΙΒ-6. Ότε δε έμελλεν αυτόν προάγειν ο Ηρώδης, τη νυκτί εκείνη ην ο Πέτρος κοιμώμενος μεταξύ δύο στρατιωτών δεδεμένος αλύσεσι δυσί, φύλακες τε προ της θύρας ετήρουν την φυλακήν.
Πρ ΙΒ-7. και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη και φως έλαμψεν εν τω οικήματι. πατάξας δε την πλευράν του Πέτρου ήγειρεν αυτόν λέγων. ανάστα εν τάχει. και εξέπεσον αυτού αι αλύσεις εκ των χειρών.
Πρ ΙΒ-8. είπε τε ο άγγελος προς αυτόν. περίζωσαι και υπόδησαι τα σανδάλια σου. εποίησε δε ούτω. και λέγει αυτώ. περιβαλού το ιμάτιον σου και ακολούθει μοι.
Πρ ΙΒ-9. και εξελθών ηκολούθει αυτώ, και ουκ ήδει ότι αληθές έστι το γινόμενον δια του αγγέλου, εδόκει δε όραμα βλέπειν.
Πρ ΙΒ-10. διελθόντες δε πρώτην φυλακήν και δευτέραν ήλθον επί την πύλην την σηδηράν την φέρουσαν εις την πόλιν, ήτις αυτομάτη ηνοίχθη αυτοίς, και εξελθόντες προήλθον ρύμην μίαν, και ευθέως απέστη ο άγγελος απ’ αυτού.
Πρ ΙΒ-11. και ο Πέτρος γενόμενος εν εαυτώ είπε. νυν οίδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος τον άγγελον αυτού και εξείλετο με εκ χειρός Ηρώδου και πάσης της προσδοκίας του λαού των Ιουδαίων.
Πρ ΙΒ-12. συνιδών τε ήλθεν επί την οικίαν Μαρίας της μητρός Ιωάννου του επικαλουμένου Μάρκου, ου ήσαν ικανοί συνηθροισμένοι και προσευχόμενοι.
Πρ ΙΒ-13. κρούσαντος δε αυτού την θύραν του πυλώνος προσήλθε παιδίσκη υπακούσαι ονόματι Ρόδη,
Πρ ΙΒ-14. και επιγνούσα την φωνήν του Πέτρου, από της χαράς ουκ ήνοιξε τον πυλώνα, εισδραμούσα δε απήγγειλεν εστάναι τον Πέτρον προ του πυλώνος.
Πρ ΙΒ-15. οι δε προς αυτήν είπον. μαίνη. η δε διισχυρίζετο ούτως έχειν. οι δε έλεγον. ο άγγελος αυτού έστιν.
Πρ ΙΒ-16. ο δε Πέτρος επέμενε κρούων. ανοίξαντες δε είδον αυτόν και εξέστησαν.
Πρ ΙΒ-17. κατασείσας δε αυτοίς τη χειρί σιγάν διηγήσατο αυτοίς πώς ο Κύριος εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, είπε δε. απαγγείλατε Ιακώβω και τοις αδελφοίς ταύτα. και εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον.
Πρ ΙΒ-18. Γενομένης δε ημέρας ην τάραχος ουκ ολίγος εν τοις στρατιώταις, τι άρα ο Πέτρος εγένετο.
Πρ ΙΒ-19. Ηρώδης δε επιζητήσας αυτόν και μη ευρών, ανακρίνας τους φύλακας εκέλευσεν απαχθήναι, και κατελθών από της Ιουδαίας εις την Καισάρειαν διέτριβεν.

Στίχοι 20-25. Θάνατος του Ηρώδου.

Πρ ΙΒ-20. Ην δε Ηρώδης θυμομαχών Τυρίοις και Σιδωνίοις. ομοθυμαδόν τε παρήσαν προς αυτόν, και πείσαντες Βλάστον τον επί του κοιτώνος του βασιλέως ητούντο ειρήνην, δια το τρέφεσθαι αυτών την χώραν από της βασιλικής.
Πρ ΙΒ-21. τακτή δε ημέρα ο Ηρώδης ενδυσάμενος εσθήτα βασιλικήν και καθίσας επί του βήματος εδημηγόρει προς αυτούς.
Πρ ΙΒ-22. ο δε δήμος επεφώνει. Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου.
Πρ ΙΒ-23. παραχρήμα δε επάταξεν αυτόν άγγελος Κυρίου ανθ’ ων ουκ έδωκε την δόξαν τω Θεώ, και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυξεν.
Πρ ΙΒ-24. Ο δε λόγος του Θεού ηύξανε και επληθύνετο.
Πρ ΙΒ-25. Βαρνάβας δε και Σαύλος υπέστρεψαν εξ Ιερουσαλήμ πληρώσαντες την διακονίαν, συμπαραλαβόντες και Ιωάννην τον επικληθέντα Μάρκον.

Κεφάλαιον ΙΓ΄.


Στίχοι 1-12. Ο Βαρνάβας και ο Παύλος εις Κύπρον.

Πρ ΙΓ-1. Ήσαν δε τινές εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι, ο τε Βαρνάβας και Συμεών ο επικαλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου του τετράρχου σύντροφος και Σαύλος.
Πρ ΙΓ-2. λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων είπε το Πνεύμα το Άγιον. αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ο προσκέκλημαι αυτούς.
Πρ ΙΓ-3. τότε νηστεύσαντες και προσευξάμενοι και επιθέντες αυτοίς τας χείρας απέλυσαν.
Πρ ΙΓ-4. Ούτοι μεν ουν εκπεμφθέντες υπό του Πνεύματος του Αγίου κατήλθον εις την Σελεύκειαν, εκείθεν τε απέπλευσαν εις την Κύπρον,
Πρ ΙΓ-5. και γενόμενοι εν Σαλαμίνι κατήγγελλον τον λόγον του Θεού εν ταις συναγωγαίς των Ιουδαίων. είχον δε και Ιωάννην υπηρέτην.
Πρ ΙΓ-6. Διελθόντες δε την νήσον άχρι Πάφου εύρον τινά μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον ω όνομα Βαριησούς,
Πρ ΙΓ-7. ος ην συν τω ανθυπάτω Σεργίω Παύλω, ανδρί συνετώ. ούτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν και Σαύλον επεζήτησεν ακούσαι τον λόγον του Θεού.
Πρ ΙΓ-8. ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -- ούτω γαρ μεθερμηνεύεται το όνομα αυτού -- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως.
Πρ ΙΓ-9. Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλησθείς Πνεύματος Αγίου και ατενίσας προς αυτόν
Πρ ΙΓ-10. είπεν. ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας;
Πρ ΙΓ-11. και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός με βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς.
Πρ ΙΓ-12. τότε ιδών ο ανθύπατος το γεγονός επίστευσεν, εκπλησσόμενος επί τη διδαχή του Κυρίου.

Στίχοι 13-52. Οι δύο Απόστολοι εις Αντιόχειαν της Πισιδίας. Διωκόμενοι αναχωρούν δι’ Ικόνιον.

Πρ ΙΓ-13. Αναχθέντες δε από της Πάφου οι περί τον Παύλον ήλθον εις Πέργην της Παμφυλίας. Ιωάννης δε αποχωρήσας απ’ αυτών υπέστρεψεν εις Ιεροσόλυμα.
Πρ ΙΓ-14. Αυτοί δε διελθόντες από της Πέργης παρεγένοντο εις Αντιόχειαν της Πισιδίας, και εισελθόντες εις την συναγωγήν τη ημέρα των σαββάτων εκάθισαν.
Πρ ΙΓ-15. μετά δε την ανάγνωσιν του νόμου και των προφητών απέστειλαν οι αρχισυνάγωγοι προς αυτούς λέγοντες. άνδρες αδελφοί, ει έστι λόγος εν υμίν παρακλήσεως προς τον λαόν, λέγετε.
Πρ ΙΓ-16. αναστάς δε Παύλος και κατασείσας τη χειρί είπεν. άνδρες Ισραηλίται και οι φοβούμενοι τον Θεόν, ακούσατε.
Πρ ΙΓ-17. ο Θεός του λαού τούτου Ισραήλ εξελέξατο τους πατέρας ημών, και τον λαόν ύψωσεν εν τη παροικία εν γη Αιγύπτω, και μετά βραχίονος υψηλού εξήγαγεν αυτούς εξ αυτής,
Πρ ΙΓ-18. και ως τεσσαρακονταετή χρόνον ετροποφόρησεν αυτούς εν τη ερήμω,
Πρ ΙΓ-19. και καθελών έθνη επτά εν γη Χαναάν κατεκληρονόμησεν αυτοίς την γην αυτών.
Πρ ΙΓ-20. και μετά ταύτα ως έτεσι τετρακοσίοις και πεντήκοντα έδωκε κριτάς έως Σαμουήλ του προφήτου.
Πρ ΙΓ-21. κακείθεν ητήσαντο βασιλέα, και έδωκεν αυτοίς ο Θεός τον Σαούλ υιόν Κίς, άνδρα εκ φυλής Βενιαμίν, έτη τεσσαράκοντα.
Πρ ΙΓ-22. και μεταστήσας αυτόν ήγειρεν αυτοίς τον Δαυΐδ εις βασιλέα, ω και είπε μαρτυρήσας. εύρον Δαυΐδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου, ος ποιήσει πάντα τα θελήματα μου.
Πρ ΙΓ-23. τούτου ο Θεός από του σπέρματος κατ’ επαγγελίαν ήγαγε τω Ισραήλ σωτηρίαν,
Πρ ΙΓ-24. προκηρύξαντος Ιωάννου προ προσώπου της εισόδου αυτού βάπτισμα μετανοίας παντί τω λαώ Ισραήλ.
Πρ ΙΓ-25. ως δε επλήρου ο Ιωάννης τον δρόμον, έλεγε. τίνα με υπονοείτε είναι; ουκ ειμί εγώ, αλλ’ ιδού έρχεται μετ’ εμέ ου ουκ ειμί άξιος το υπόδημα των ποδών λύσαι.
Πρ ΙΓ-26. Άνδρες αδελφοί, υιοί γένους Αβραάμ και οι εν υμίν φοβούμενοι τον Θεόν, υμίν ο λόγος της σωτηρίας ταύτης απεστάλη.
Πρ ΙΓ-27. οι γαρ κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και οι άρχοντες αυτών τούτον αγνοήσαντες, και τας φωνάς των προφητών τας κατά παν σάββατον αναγινωσκομένας κρίναντες επλήρωσαν,
Πρ ΙΓ-28. και μηδεμίαν αιτίαν θανάτου ευρόντες ητήσαντο Πιλάτον αναιρεθήναι αυτόν.
Πρ ΙΓ-29. ως δε ετέλεσαν πάντα τα περί αυτού γεγραμμένα, καθελόντες από του ξύλου έθηκαν εις μνημείον.
Πρ ΙΓ-30. ο δε Θεός ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών.
Πρ ΙΓ-31. ος ώφθη επί ημέρας πλείους τοις συναναβάσιν αυτώ από της Γαλιλαίας εις Ιερουσαλήμ, οίτινες εισί μάρτυρες αυτού προς τον λαόν.
Πρ ΙΓ-32. και ημείς υμάς ευαγγελιζόμεθα την προς τους πατέρας επαγγελίαν γενομένην, ότι ταύτην ο Θεός εκπεπλήρωκε τοις τέκνοις αυτών, ημίν, αναστήσας Ιησούν,
Πρ ΙΓ-33. ως και εν τω ψαλμώ τω δευτέρω γέγραπται. υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκα σε.
Πρ ΙΓ-34. ότι δε ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών μηκέτι μέλλοντα υποστρέφειν εις διαφθοράν, ούτως είρηκεν, ότι δώσω υμίν τα όσια Δαυΐδ τα πιστά.
Πρ ΙΓ-35. διό εν ετέρω λέγει. ου δώσεις τον όσιον σου ιδείν διαφθοράν.
Πρ ΙΓ-36. Δαυΐδ μεν γαρ ιδία γενεά υπηρετήσας τη του Θεού βουλή εκοιμήθη και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού και είδε διαφθοράν.
Πρ ΙΓ-37. ον δε ο Θεός ήγειρεν, ουκ είδε διαφθοράν.
Πρ ΙΓ-38. γνωστόν ουν έστω υμίν, άνδρες αδελφοί, ότι δια τούτου υμίν άφεσις αμαρτιών καταγγέλλεται,
Πρ ΙΓ-39. και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δικαιωθήναι, εν τούτω πας ο πιστεύων δικαιούται.
Πρ ΙΓ-40. βλέπετε ουν μη επέλθη εφ’ υμάς το ειρημένον εν τοις προφήταις.
Πρ ΙΓ-41. ίδετε, οι καταφρονηταί, και θαυμάσατε και αφανίσθητε, ότι έργον εγώ εργάζομαι εν ταις ημέραις υμών, έργον ω ου μη πιστεύσητε εάν τις εκδιηγήται υμίν.
Πρ ΙΓ-42. Εξιόντων δε αυτών εκ της συναγωγής των Ιουδαίων παρεκάλουν τα έθνη εις το μεταξύ σάββατον λαληθήναι αυτοίς τα ρήματα ταύτα.
Πρ ΙΓ-43. λυθείσης δε της συναγωγής ηκολούθησαν πολλοί των Ιουδαίων και των σεβομένων προσυλήτων τω Παύλω και τω Βαρνάβα, οίτινες προσλαλούντες αυτοίς έπειθον αυτούς προσμένειν τη χάριτι του Θεού.
Πρ ΙΓ-44. Τω τε ερχομένω σαββάτω σχεδόν πάσα η πόλις συνήχθη ακούσαι τον λόγον του Θεού.
Πρ ΙΓ-45. ιδόντες δε οι Ιουδαίοι τους όχλους επλήσθησαν ζήλου και αντέλεγον τοις υπό του Παύλου λεγομένοις αντιλέγοντες και βλασφημούντες.
Πρ ΙΓ-46. παρρησιασάμενοι δε ο Παύλος και ο Βαρνάβας είπον. υμίν ην αναγκαίον πρώτον λαληθήναι τον λόγον του Θεού. επειδή δε απωθείσθε αυτόν και ουκ αξίους κρίνετε εαυτούς της αιωνίου ζωής, ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη.
Πρ ΙΓ-47. ούτω γαρ εντέταλται ημίν ο Κύριος. τέθεικα σε εις φως εθνών του είναι σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης.
Πρ ΙΓ-48. ακούοντα δε τα έθνη έχαιρον και εδέξαντο τον λόγον του Κυρίου, και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον.
Πρ ΙΓ-49. διεφέρετο δε ο λόγος του Κυρίου δι’ όλης της χώρας.
Πρ ΙΓ-50. οι δε Ιουδαίοι παρώτρυναν τας σεβομένας γυναίκας και τας ευσχήμονας και τους πρώτους της πόλεως και επήγειραν διωγμόν επί τον Παύλον και τον Βαρνάβαν, και εξέβαλον αυτούς από των ορίων αυτών.
Πρ ΙΓ-51. οι δε εκτιναξάμενοι τον κονιορτόν των ποδών αυτών επ’ αυτούς ήλθον εις Ικόνιον.
Πρ ΙΓ-52. οι δε μαθηταί επληρούντο χαράς και Πνεύματος Αγίου.

Κεφάλαιον ΙΔ΄.

Στίχοι 1-7. Από το Ικόνιον εις Λύστραν και Δέρβην.

Πρ ΙΔ-1. Εγένετο δε εν Ικονίω κατά το αυτό εισελθείν αυτούς εις την συναγωγήν των Ιουδαίων και λαλήσαι ούτως ώστε πιστεύσαι Ιουδαίων τε και Ελλήνων πολύ πλήθος.
Πρ ΙΔ-2. οι δε απειθούντες Ιουδαίοι επήγειραν και εκάκωσαν τας ψυχάς των εθνών κατά των αδελφών.
Πρ ΙΔ-3. ικανόν μεν ουν χρόνον διέτριψαν παρρησιαζόμενοι επί τω Κυρίω τω μαρτυρούντι τω λόγω της χάριτος αυτού, διδόντι σημεία και τέρατα γίνεσθαι δια των χειρών αυτών.
Πρ ΙΔ-4. εσχίσθη δε το πλήθος της πόλεως, και οι μεν ήσαν συν τοις Ιουδαίοις, οι δε συν τοις αποστόλοις.
Πρ ΙΔ-5. ως δε εγένετο ορμή των εθνών τε και Ιουδαίων Πρ συν τοις άρχουσιν αυτών υβρίσαι και λιθοβολήσαι αυτούς,
Πρ ΙΔ-6. συνιδόντες κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας Λύστραν και Δέρβην και την περίχωρον,
Πρ ΙΔ-7. κακεί ήσαν ευαγγελιζόμενοι.

Στίχοι 8-28. Θεραπεία του χωλού. Λιθοβολισμός και σωτηρία του Παύλου. Επιστροφή των αποστόλων εις Αντιόχειαν.

Πρ ΙΔ-8. Και τις ανήρ εν Λύστροις αδύνατος τοις ποσίν εκάθητο, χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού υπάρχων, ος ουδέποτε περιεπεπατήκει.
Πρ ΙΔ-9. ούτος ήκουσε του Παύλου λαλούντος. ος ατενίσας αυτώ και ιδών ότι πίστιν έχει του σωθήναι,
Πρ ΙΔ-10. είπε μεγάλη τη φωνή. ανάστηθι επί τους πόδας σου ορθός. και ήλατο και περιεπάτει.
Πρ ΙΔ-11. οι δε όχλοι ιδόντες ο εποίησεν ο Παύλος επήραν την φωνήν αυτών Λυκαονιστί λέγοντες. οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς.
Πρ ΙΔ-12. εκάλουν τε τον μεν Βαρνάβαν Δία, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ην ο ηγούμενος του λόγου.
Πρ ΙΔ-13. ο δε ιερεύς του Διός του όντος προ της πόλεως αυτών, ταύρους και στέμματα επί τους πυλώνας ενέγκας, συν τοις όχλοις ήθελε θύειν.
Πρ ΙΔ-14. ακούσαντες δε οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, διαρρήξαντες τα ιμάτια αυτών εισεπήδησαν εις τον όχλον κράζοντες
Πρ ΙΔ-15. και λέγοντες. άνδρες, τι ταύτα ποιείτε; και ημείς ομοιοπαθείς έσμεν υμίν άνθρωποι, ευαγγελιζόμενοι υμάς από τούτων των ματαίων επιστρέφειν επί τον Θεόν τον ζώντα, ος εποίησε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς.
Πρ ΙΔ-16. ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς αυτών.
Πρ ΙΔ-17. καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών, ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας υμών.
Πρ ΙΔ-18. και ταύτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τους όχλους του μη θύειν αυτοίς.
Πρ ΙΔ-19. Επήλθον δε από Αντιοχείας και Ικονίου Ιουδαίοι, και πείσαντες τους όχλους και λιθάσαντες τον Παύλον έσυραν έξω της πόλεως, νομίσαντες αυτόν τεθνάναι.
Πρ ΙΔ-20. κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών αναστάς εισήλθεν εις την πόλιν, και τη επαύριον εξήλθε συν τω Βαρνάβα εις Δέρβην.
Πρ ΙΔ-21. ευαγγελισάμενοι τε την πόλιν εκείνην και μαθητεύσαντες ικανούς υπέστρεψαν εις την Λύστραν και Ικόνιον και Αντιόχειαν,
Πρ ΙΔ-22. επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει, και ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού.
Πρ ΙΔ-23. χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ’ εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι.
Πρ ΙΔ-24. και διελθόντες την Πισιδίαν ήλθον εις Παμφυλίαν,
Πρ ΙΔ-25. και λαλήσαντες εν Πέργη τον λόγον κατέβησαν εις Αττάλειαν,
Πρ ΙΔ-26. κακείθεν απέπλευσαν εις Αντιόχειαν, όθεν ήσαν παραδεδομένοι τη χάριτι του Θεού εις το έργον ο επλήρωσαν.
Πρ ΙΔ-27. Παραγενόμενοι δε και συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ’ αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως.
Πρ ΙΔ-28. διέτριβον δε εκεί χρόνον ουκ ολίγον συν τοις μαθηταίς.

Κεφάλαιον ΙΕ΄.

Στίχοι 1-21. Η Αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων. Λόγοι του Πέτρου και του Ιακώβου.

Πρ ΙΕ-1. Και τινές κατελθόντες από της Ιουδαίας εδίδασκον τους αδελφούς ότι εάν μη περιτέμνησθε τω έθει Μωϋσέως, ου δύνασθε σωθήναι.
Πρ ΙΕ-2. γενομένης ουν στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρνάβαν και τινάς άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου.
Πρ ΙΕ-3. Οι μεν ουν προπεμφθέντες υπό της εκκλησίας διήρχοντο την Φοινίκην και Σαμάρειαν εκδιηγούμενοι την επιστροφήν των εθνών, και εποίουν χαράν μεγάλην πάσι τοις αδελφοίς.
Πρ ΙΕ-4. παραγενόμενοι δε εις Ιερουσαλήμ απεδέχθησαν υπό της εκκλησίας και των αποστόλων και των πρεσβυτέρων, ανήγγειλαν τε όσα ο Θεός εποίησε μετ’ αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως.
Πρ ΙΕ-5. Εξανέστησαν δε τινές των από της αιρέσεως των Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ότι δει περιτέμνειν αυτούς παραγγέλλειν τε τηρείν τον νόμον Μωϋσέως.
Πρ ΙΕ-6. Συνήχθησαν δε οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου.
Πρ ΙΕ-7. Πολλής δε συζητήσεως γενομένης αναστάς Πέτρος είπε προς αυτούς. άνδρες αδελφοί, υμείς επίστασθε ότι αφ’ ημερών αρχαίων ο Θεός εν ημίν εξελέξατο δια του στόματος μου ακούσαι τα έθνη τον λόγον του ευαγγελίου και πιστεύσαι.
Πρ ΙΕ-8. και ο καρδιογνώστης Θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δους αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και ημίν,
Πρ ΙΕ-9. και ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε και αυτών τη πίστει καθαρίσας τας καρδίας αυτών.
Πρ ΙΕ-10. νυν ουν τι πειράζετε τον Θεόν, επιθείναι ζυγόν επί τον τράχηλον των μαθητών, ον ούτε οι πατέρες ημών ούτε ημείς ισχύσαμεν βαστάσαι;
Πρ ΙΕ-11. αλλά δια της χάριτος του Κυρίου Ιησού πιστεύομεν σωθήναι καθ’ ον τρόπον κακείνοι.
Πρ ΙΕ-12. Εσίγησε δε παν το πλήθος και ήκουον Βαρνάβα και Παύλου εξηγουμένων όσα εποίησεν ο Θεός σημεία και τέρατα εν τοις έθνεσι δι’ αυτών.
Πρ ΙΕ-13. Μετά δε το σιγήσαι αυτούς απεκρίθη Ιάκωβος λέγων. άνδρες αδελφοί, ακούσατε μου.
Πρ ΙΕ-14. Συμεών εξηγήσατο καθώς πρώτον ο Θεός επεσκέψατο λαβείν εξ εθνών λαόν επί τω ονόματι αυτού.
Πρ ΙΕ-15. και τούτω συμφωνούσιν οι λόγοι των προφητών, καθώς γέγραπται.
Πρ ΙΕ-16. μετά ταύτα αναστρέψω και ανοικοδομήσω την σκηνήν Δαυΐδ την πεπτωκυΐαν, και τα κατεσκαμμένα αυτής ανοικοδομήσω και ανορθώσω αυτήν,
Πρ ΙΕ-17. όπως αν εκζητήσωσιν οι κατάλοιποι των ανθρώπων τον Κύριον, και πάντα τα έθνη εφ’ ους επικέκληται το όνομα μου επ’ αυτούς, λέγει Κύριος ο ποιών ταύτα πάντα.
Πρ ΙΕ-18. γνωστά απ’ αιώνος εστί τω Θεώ πάντα τα έργα αυτού.
Πρ ΙΕ-19. διό εγώ κρίνω μη παρενοχλείν τοις από των εθνών επιστρέφουσιν επί τον Θεόν,
Πρ ΙΕ-20. αλλά επιστείλαι αυτοίς του απέχεσθαι από των αλισγημάτων των ειδώλων και της πορνείας και του πνικτού και του αίματος.
Πρ ΙΕ-21. Μωϋσής γαρ εκ γενεών αρχαίων κατά πόλιν τους κηρύσσοντας αυτόν έχει εν ταις συναγωγαίς κατά παν σάββατον αναγινωσκόμενος.

Στίχοι 22-35. Απόφασις της Συνόδου και επιστολή αυτής εις τους Χριστιανούς της Αντιοχείας.

Πρ ΙΕ-22. Τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν συν τω Παύλω και Βαρνάβα, Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν και Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοις αδελφοίς,
Πρ ΙΕ-23. γράψαντες δια χειρός αυτών τάδε. Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοις κατά την Αντιόχειαν και Συρίαν και Κιλικίαν αδελφοίς τοις εξ εθνών χαίρειν.
Πρ ΙΕ-24. Επειδή ηκούσαμεν ότι τινές εξ ημών εξελθόντες ετάραξαν υμάς λόγοις ανασκευάζοντες τας ψυχάς υμών, λέγοντες περιτέμνεσθαι και τηρείν τον νόμον, οις ου διεστειλάμεθα,
Πρ ΙΕ-25. έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν, εκλεξαμένους άνδρας πέμψαι προς υμάς συν τοις αγαπητοίς ημών Βαρνάβα και Παύλω,
Πρ ΙΕ-26. ανθρώποις παραδεδωκόσι τας ψυχάς αυτών υπέρ του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Πρ ΙΕ-27. απεστάλκαμεν ουν Ιούδαν και Σίλαν και αυτούς δια λόγου απαγγέλλοντας τα αυτά.
Πρ ΙΕ-28. έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος πλην των επάναγκες τούτων.
Πρ ΙΕ-29. απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας. εξ ων διατηρούντες εαυτούς ευ πράξετε. έρρωσθε.
Πρ ΙΕ-30. Οι μεν ουν απολυθέντες ήλθον εις Αντιόχειαν, και συναγαγόντες το πλήθος επέδωκαν την επιστολήν.
Πρ ΙΕ-31. αναγνόντες δε εχάρησαν επί τη παρακλήσει.
Πρ ΙΕ-32. Ιούδας τε και Σίλας, και αυτοί προφήται όντες, δια λόγου πολλού παρεκάλεσαν τους αδελφούς και επεστήριξαν.
Πρ ΙΕ-33. ποιήσαντες δε χρόνον απελύθησαν μετ’ ειρήνης από των αδελφών προς τους αποστόλους.
Πρ ΙΕ-34. έδοξε δε τω Σίλα επιμείναι αυτού.
Πρ ΙΕ-35. Παύλος δε και Βαρνάβας διέτριβον εν Αντιοχεία διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι μετά και ετέρων πολλών τον λόγον του Κυρίου.

Στίχοι 36-41. Αποχωρισμός Παύλου και Βαρνάβα.

Πρ ΙΕ-36. Μετά δε τινάς ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν. επιστρέψαντες δη επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του Κυρίου, πώς έχουσι.
Πρ ΙΕ-37. Βαρνάβας δε εβουλεύσατο συμπαραλαβείν τον Ιωάννην τον επικαλούμενον Μάρκον.
Πρ ΙΕ-38. Παύλος δε ηξίου, τον αποστάντα απ’ αυτών από Παμφυλίας και μη συνελθόντα αυτοίς εις το έργον, μη συμπαραλαβείν τούτον.
Πρ ΙΕ-39. εγένετο ουν παροξυσμός, ώστε αποχωρισθήναι αυτούς απ’ αλλήλων, τον τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τον Μάρκον εκπλεύσαι εις Κύπρον.
Πρ ΙΕ-40. Παύλος δε επιλεξάμενος Σίλαν εξήλθε, παραδοθείς τη χάριτι του Θεού υπό των αδελφών,
Πρ ΙΕ-41. διήρχετο δε την Συρίαν και Κιλικίαν επιστηρίζων τας εκκλησίας.

Κεφάλαιον ΙΣΤ΄.

Στίχοι 1-15. Ο Παύλος δια της Μικράς Ασίας εις Φιλίππους της Μακεδονίας.

Πρ ΙΣΤ-1. Κατήντησε δε εις Δέρβην και Λύστραν. και ιδού μαθητής τις ην εκεί ονόματι Τιμόθεος, υιός γυναικός τινός Ιουδαίας πιστής, πατρός δε Έλληνος,
Πρ ΙΣΤ-2. ος εμαρτυρείτο υπό των εν Λύστροις και Ικονίω αδελφών.
Πρ ΙΣΤ-3. τούτον ηθέλησεν ο Παύλος συν αυτώ εξελθείν, και λαβών περιέτεμεν αυτόν δια τους Ιουδαίους τους όντας εν τοις τόποις εκείνοις. ήδεισαν γαρ άπαντες τον πατέρα αυτού ότι Έλλην υπήρχεν.
Πρ ΙΣΤ-4. Ως δε διεπορεύοντο τας πόλεις, παρεδίδουν αυτοίς φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκριμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ.
Πρ ΙΣΤ-5. Αι μεν ουν εκκλησίαι εστερεούντο τη πίστει και επερίσσευον τω αριθμώ καθ’ ημέραν.
Πρ ΙΣΤ-6. Διελθόντες δε την Φρυγίαν και την Γαλατικήν χώραν, κωλυθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος λαλήσαι τον λόγον εν τη Ασία,
Πρ ΙΣΤ-7. ελθόντες κατά την Μυσίαν επείραζον κατά την Βιθυνίαν πορεύεσθαι. και ουκ είασεν αυτούς το Πνεύμα.
Πρ ΙΣΤ-8. παρελθόντες δε την Μυσίαν κατέβησαν εις Τρωάδα.
Πρ ΙΣΤ-9. και όραμα δια της νυκτός ώφθη τω Παύλω. ανήρ τις ην Μακεδών εστώς, παρακαλών αυτόν και λέγων. διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν.
Πρ ΙΣΤ-10. ως δε το όραμα είδεν, ευθέως εζητήσαμεν εξελθείν εις Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ότι προσκέκληται ημάς ο Κύριος ευαγγελίσασθαι αυτούς.
Πρ ΙΣΤ-11. Αναχθέντες ουν από της Τρωάδος ευθυδρομήσαμεν εις Σαμοθράκην, τη δε επιούση εις Νεάπολιν,
Πρ ΙΣΤ-12. εκείθεν τε εις Φιλίππους, ήτις εστί πρώτη της μερίδος της Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ήμεν δε εν αυτή τη πόλει διατρίβοντες ημέρας τινάς,
Πρ ΙΣΤ-13. τη τε ημέρα των σαββάτων εξήλθομεν έξω της πόλεως παρά ποταμόν ου ενομίζετο προσευχή είναι, και καθίσαντες ελαλούμεν ταις συνελθούσαις γυναιξί.
Πρ ΙΣΤ-14. και τις γυνή ονόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τον Θεόν, ήκουεν, ης ο Κύριος διήνοιξε την καρδίαν προσέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλόυ.
Πρ ΙΣΤ-15. ως δε εβαπτίσθη και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα. ει κεκρίκατε με πιστήν τω Κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκον μου μείνατε. και παρεβιάσατο ημάς.

Στίχοι 16-40. Φυλάκισις του Παύλου και του Σίλα και απελευθέρωσις αυτών.

Πρ ΙΣΤ-16. Εγένετο δε πορευομένων ημών εις προσευχήν παιδίσκην τινά έχουσα πνεύμα πύθωνος απαντήσαι ημίν, ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη.
Πρ ΙΣΤ-17. αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και τω Σίλα έκραζε λέγουσα. ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας.
Πρ ΙΣΤ-18. τούτο δε εποίει επί πολλάς ημέρας. διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε. παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής. και εξήλθεν αυτή τη ώρα.
Πρ ΙΣΤ-19. Ιδόντες δε οι κύριοι αυτής ότι εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών, επιλαβόμενοι τον Παύλον και τον Σίλαν είλκυσαν εις την αγοράν επί τους άρχοντας,
Πρ ΙΣΤ-20. και προσαγαγόντες αυτούς τοις στρατηγοίς είπον. ούτοι οι άνθρωποι εκταράσσουσιν ημών την πόλιν Ιουδαίοι υπάρχοντες,
Πρ ΙΣΤ-21. και καταγγέλλουσιν έθη α ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι.
Πρ ΙΣΤ-22. και συνεπέστη ο όχλος κατ’ αυτών. και οι στρατηγοί περιρρήξαντες αυτών τα ιμάτια εκέλευον ραβδίζειν,
Πρ ΙΣΤ-23. πολλάς τε επιθέντες αυτοίς πληγάς έβαλον εις φυλακήν, παραγγείλλαντες τω δεσμοφύλακι ασφαλώς τηρείν αυτούς.
Πρ ΙΣΤ-24. ος παραγγελίαν τοιαύτην ειληφώς έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν και τους πόδας αυτών ησφαλίσατο εις το ξύλον.
Πρ ΙΣΤ-25. Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν. επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι.
Πρ ΙΣΤ-26. άφνω δε σεισμός εγένετο μέγας, ώστε σαλευθήναι τα θεμέλια του δεσμωτηρίου, ανεώχθησαν τε παραχρήμα αι θύραι πάσαι και πάντων τα δεσμά ανέθη.
Πρ ΙΣΤ-27. έξυπνος δε γενόμενος ο δεσμοφύλαξ και ιδών ανεωγμένας τας θύρας της φυλακής, σπασάμενος μάχαιραν έμελλεν εαυτόν αναιρείν, νομίζων εκπεφευγέναι τους δεσμίους.
Πρ ΙΣΤ-28. εφώνησε δε φωνή μεγάλη ο Παύλος λέγων. μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν. άπαντες γαρ έσμεν ενθάδε.
Πρ ΙΣΤ-29. αιτήσας δε φώτα εισεπήδησε, και έντρομος γενόμενος προσέπεσε τω Παύλω και τω Σίλα,
Πρ ΙΣΤ-30. και προαγαγών αυτούς έξω έφη. κύριοι, τι με δει ποιείν ίνα σωθώ;
Πρ ΙΣΤ-31. οι δε είπον. πίστευσον επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση συ και ο οίκος σου.
Πρ ΙΣΤ-32. και ελάλησαν αυτώ τον λόγον του Κυρίου και πάσι τοις εν τη οικία αυτού.
Πρ ΙΣΤ-33. και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός έλουσεν από των πληγών, και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα,
Πρ ΙΣΤ-34. αναγαγών τε αυτούς εις τον οίκον αυτού παρέθηκε τράπεζαν, και ηγαλλιάσατο πανοικί πεπιστευκώς τω Θεώ.
Πρ ΙΣΤ-35. Ημέρας δε γενομένης απέστειλαν οι στρατηγοί τους ραβδούχους λέγοντες. απόλυσον τους ανθρώπους εκείνους.
Πρ ΙΣΤ-36. απήγγειλε δε ο δεσμοφύλαξ τους λόγους τούτους προς τον Παύλον, ότι απεστάλκασιν οι στρατηγοί ίνα απολυθήτε. νυν ουν εξελθόντες πορεύεσθε εν ειρήνη.
Πρ ΙΣΤ-37. ο δε Παύλος έφη προς αυτούς. δείραντες ημάς δημοσία ακατακρίτους, ανθρώπους Ρωμαίους υπάρχοντας, έβαλον εις φυλακήν. και νυν λάθρα ημάς εκβάλλουσιν; ου γαρ, αλλά ελθόντες αυτοί ημάς εξαγαγέτωσαν.
Πρ ΙΣΤ-38. ανήγγειλαν δε τοις στρατηγοίς οι ραβδούχοι τα ρήματα ταύτα. και εφοβήθησαν ακούσαντες ότι Ρωμαίοι εισί,
Πρ ΙΣΤ-39. και ελθόντες παρεκάλεσαν αυτούς, και εξαγαγόντες ηρώτων εξελθείν της πόλεως.
Πρ ΙΣΤ-40. εξελθόντες δε εκ τη φυλακής εισήλθον προς την Λυδίαν, και ιδόντες τους αδελφούς παρεκάλεσαν αυτούς και εξήλθον.

Κεφάλαιον ΙΖ΄.

Στίχοι 1-15. Ο Παύλος εις Θεσσαλονίκην, Βέροιαν και Αθήνας.

Πρ ΙΖ-1. Διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην, όπου ην η συναγωγή των Ιουδαίων.
Πρ ΙΖ-2. κατά δε το ειωθός τω Παύλω εισήλθε προς αυτούς, και επί σάββατα τρία διελέγετο αυτοίς από των γραφών,
Πρ ΙΖ-3. διανοίγων και παρατιθέμενος ότι τον Χριστόν έδει παθείν και αναστήναι εκ νεκρών, και ότι ούτος εστίν ο Χριστός, Ιησούς ον εγώ καταγγέλλω υμίν.
Πρ ΙΖ-4. και τινές εξ αυτών επείσθησαν και προσεκληρώθησαν τω Παύλω και τω Σίλα, των τε σεβομένων Ελλήνων πολύ πλήθος, γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι.
Πρ ΙΖ-5. Προσλαβόμενοι δε οι απειθούντες Ιουδαίοι των αγοραίων τινάς άνδρας πονηρούς και οχλοποιήσαντες εθορύβουν την πόλιν, επιστάντες τε τη οικία Ιάσονος εζήτουν αυτούς αγαγείν εις τον δήμον.
Πρ ΙΖ-6. μη ευρόντες δε αυτούς έσυρον τον Ιάσονα και τινάς αδελφούς επί τους πολιτάρχας, βοώντες ότι οι την οικουμένην αναστατώσαντες ούτοι και ενθάδε πάρεισιν,
Πρ ΙΖ-7. ους υποδέδεκται Ιάσων. και ούτοι πάντες απέναντι των δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα έτερον λέγοντες είναι, Ιησούν.
Πρ ΙΖ-8. ετάραξαν δε τον όχλον και τους πολιτάρχας ακούοντας ταύτα,
Πρ ΙΖ-9. και λαβόντες το ικανόν παρά του Ιάσονος και των λοιπών απέλυσαν αυτούς.
Πρ ΙΖ-10. Οι δε αδελφοί ευθέως δια της νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και τον Σίλαν εις Βέροιαν, οίτινες παραγενόμενοι εις την συναγωγήν απήεσαν των Ιουδαίων.
Πρ ΙΖ-11. ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη, οίτινες εδέξαντο τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, το καθ’ ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς ει έχοι ταύτα ούτως.
Πρ ΙΖ-12. πολλοί μεν ουν εξ αυτών επίστευσαν, και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι.
Πρ ΙΖ-13. Ως δε έγνωσαν οι από της Θεσσαλονίκης Ιουδαίοι ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλλη υπό του Παύλου ο λόγος του Θεού, ήλθον κακεί σαλεύοντες τους όχλους.
Πρ ΙΖ-14. ευθέως δε τότε τον Παύλον εξαπέστειλαν οι αδελφοί πορεύεσθαι ως επί την Θάλασσαν. υπέμενον δε ο τε Σίλας και ο Τιμόθεος εκεί.
Πρ ΙΖ-15. οι δε καθιστώντες τον Παύλον ήγαγον αυτόν έως Αθηνών, και λαβόντες εντολήν προς τον Σίλαν και Τιμόθεον ίνα τάχιστα έλθωσι προς αυτόν, εξήεσαν.

Στίχοι 16-34. Ο λόγος του Παύλου επί του Αρείου Πάγου.

Πρ ΙΖ-16. Εν δε ταις Αθήναις εκδεχομένου αυτούς του Παύλου, παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν εαυτώ θεωρούντι κατείδωλον ούσαν την πόλιν.
Πρ ΙΖ-17. διελέγετο μεν ουν εν τη συναγωγή τοις Ιουδαίοις και τοις σεβομένοις και εν τη αγορά κατά πάσαν ημέραν προς τους παρατυγχάνοντας.
Πρ ΙΖ-18. τινές δε των Επικουρείων και των Στοϊκών φιλοσόφων συνέβαλλον αυτώ, και τινές έλεγον. τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν; οι δε. ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι. ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο αυτοίς.
Πρ ΙΖ-19. επιλαβόμενοι τε αυτού επί τον Άρειον πάγον ήγαγον λέγοντες. δυνάμεθα γνώναι τις η καινή αύτη η υπό σου λαλουμένη διδαχή;
Πρ ΙΖ-20. ξενίζοντα γαρ τινά εισφέρεις εις τας ακοάς ημών. βουλόμεθα ουν γνώναι τι αν θέλοι ταύτα είναι.
Πρ ΙΖ-21. Αθηναίοι δε πάντες και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν έτερον ευκαίρουν ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον.
Πρ ΙΖ-22. Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου πάγου έφη. άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ.
Πρ ΙΖ-23. διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεώ. ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν.
Πρ ΙΖ-24. ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί,
Πρ ΙΖ-25. ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενος τινός, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα.
Πρ ΙΖ-26. εποίησε τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών,
Πρ ΙΖ-27. ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν, και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα.
Πρ ΙΖ-28. εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν, ως και τινές των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι. του γαρ και γένος εσμέν.
Πρ ΙΖ-29. γένος ουν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον.
Πρ ΙΖ-30. τους μεν ουν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός τανύν παραγγέλλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν,
Πρ ΙΖ-31. διότι έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν ανδρί ω ώρισε, πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.
Πρ ΙΖ-32. ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον. ακουσόμεθα σου πάλιν περί τούτου.
Πρ ΙΖ-33. και ούτως ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών.
Πρ ΙΖ-34. τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς.

Κεφάλαιον ΙΗ΄.

Στίχοι 1-17. Ο Παύλος εις Κόρινθον. Ενώπιον του Γαλλίωνος.

Πρ ΙΗ-1.Μετά δε ταύτα χωρισθείς ο Παύλος εκ των Αθηνών ήλθεν εις Κόρινθον.
Πρ ΙΗ-2. και ευρών τινά Ιουδαίον ονόματι Ακύλαν, Ποντικόν τω γένει, προσφάτως εληλυθότα από της Ιταλίας, και Πρίσκιλλαν γυναίκα αυτού, δια το διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τους Ιουδαίους από της Ρώμης, προσήλθεν αυτοίς,
Πρ ΙΗ-3. και δια το ομότεχνον είναι έμεινε παρ’ αυτοίς και ειργάζετο. ήσαν γαρ σκηνοποιοί τη τέχνη.
Πρ ΙΗ-4. διελέγετο δε εν τη συναγωγή κατά παν σάββατον, έπειθε τε Ιουδαίους και Έλληνας.
Πρ ΙΗ-5. Ως δε κατήλθον από της Μακεδονίας ο τε Σίλας και ο Τιμόθεος, συνείχετο τω πνεύματι ο Παύλος διαμαρτυρόμενος τοις Ιουδαίοις τον Χριστόν Ιησούν.
Πρ ΙΗ-6. αντιτασσομένων δε αυτών και βλασφημούντων εκτιναξάμενος τα ιμάτια είπε προς αυτούς. το αίμα υμών επί την κεφαλήν υμών. καθαρός εγώ. από του νυν εις τα έθνη πορεύσομαι.
Πρ ΙΗ-7. και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις οικίαν τινός ονόματι Ιούστου, σεβομένου τον Θεόν, ου η οικία ην συνομορούσα τη συναγωγή.
Πρ ΙΗ-8. Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε τω Κυρίω συν όλω τω οίκω αυτού, και πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευον και εβαπτίζοντο.
Πρ ΙΗ-9. Είπε δε ο Κύριος δι’ οράματος εν νυκτί τω Παύλω. μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης,
Πρ ΙΗ-10. διότι εγώ ειμί μετά σου, και ουδείς επιθήσεται σοι του κακώσαι σε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη.
Πρ ΙΗ-11. εκάθισε τε ενιαυτόν και μήνας εξ διδάσκων εν αυτοίς τον λόγον του Θεού.
Πρ ΙΗ-12. Γαλλίωνος δε ανθυπατεύοντος της Αχαΐας κατεπέστησαν ομοθυμαδόν οι Ιουδαίοι τω Παύλω και ήγαγον αυτόν επί το βήμα,
Πρ ΙΗ-13. λέγοντες ότι παρά τον νόμον ούτος αναπείθει τους ανθρώπους σέβεσθαι τον Θεόν.
Πρ ΙΗ-14. μέλλοντος δε του Παύλου ανοίγειν το στόμα είπεν ο Γαλλίων προς τους Ιουδαίους. ει μεν ουν ην αδίκημα τι ή ραδιούργημα πονηρόν, ω Ιουδαίοι, κατά λόγον αν ηνεσχόμην υμών.
Πρ ΙΗ-15. ει δε ζήτημα εστί περί λόγου και ονομάτων και νόμου του καθ’ υμάς, όψεσθε αυτοί. κριτής γαρ εγώ τούτων ου βούλομαι είναι.
Πρ ΙΗ-16. και απήλασεν αυτούς από του βήματος.
Πρ ΙΗ-17. επιλαβόμενοι δε πάντες οι Έλληνες Σωσθένην τον αρχισυνάγωγον έτυπτον έμπροσθεν του βήματος. και ουδέν τούτων τω Γαλλίωνι έμελεν.

Στίχοι 18-23. Ο Παύλος επιστρέφει εις Αντιόχειαν. Επίσκεψις της Γαλατίας και της Φρυγίας.


Πρ ΙΗ-18. Ο δε Παύλος έτι προσμείνας ημέρας ικανάς, τοις αδελφοίς αποταξάμενος εξέπλει εις την Συρίαν, και συν αυτώ Πρίσκιλλα και Ακύλας, κειράμενος την κεφαλήν εν Κεγχρεαίς. είχε γαρ ευχήν.
Πρ ΙΗ-19. κατήντησε δε εις Έφεσον, κακείνους κατέλιπεν αυτού, αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν διελέχθη τοις Ιουδαίοις.
Πρ ΙΗ-20. ερωτώντων δε αυτών επί πλείονα χρόνον μείναι παρ’ αυτοίς ουκ επένευσεν,
Πρ ΙΗ-21. αλλά απετάξατο αυτοίς ειπών. δει με πάντως την εορτήν την ερχομένην ποιήσαι εις Ιεροσόλυμα, πάλιν δε ανακάμψω προς υμάς του Θεού θέλοντος. και ανήχθη από της Εφέσου,
Πρ ΙΗ-22. και κατελθών εις Καισάρειαν, αναβάς και ασπασάμενος την εκκλησίαν κατέβη εις Αντιόχειαν,
Πρ ΙΗ-23. και ποιήσας χρόνον τινά εξήλθε διερχόμενος καθεξής την Γαλατικήν χώραν και Φρυγίαν, επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς.


Στίχοι 24-28. Ο Απολλώς έρχεται εις Κόρινθον.


Πρ ΙΗ-24. Ιουδαίος δε τις Απολλώς ονόματι, Αλεξανδρεύς τω γένει, ανήρ λόγιος, κατήντησεν εις Έφεσον, δυνατός ων εν ταις γραφαίς.
Πρ ΙΗ-25. ούτος ην κατηχημένος την οδόν του Κυρίου, και ζέων τω πνεύματι ελάλει και εδίδασκεν ακριβώς τα περί του Κυρίου, επιστάμενος μόνον το βάπτισμα Ιωάννου.
Πρ ΙΗ-26. ούτος τε ήρξατο παρρησιάζεσθαι εν τη συναγωγή. ακούσαντες δε αυτού Ακύλας και Πρίσκιλλα προσελάβοντο αυτόν και ακριβέστερον αυτώ εξέθεντο την οδόν του Θεού.
Πρ ΙΗ-27. βουλομένου δε αυτού διελθείν εις την Αχαΐαν προτρεψάμενοι οι αδελφοί έγραψαν τοις μαθηταίς αποδέξασθαι αυτόν. ος παραγενόμενος συνεβάλετο πολύ τοις πεπιστευκόσι δια της χάριτος.
Πρ ΙΗ-28. ευτόνως γαρ τοις Ιουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσία επιδεικνύς δια των γραφών είναι τον Χριστόν Ιησούν.

Κεφάλαιον ΙΘ΄.

Στίχοι 1-20. Ο Παύλος εις Έφεσον. Οι επτά εξορκισταί. Καύσις μαγικών βιβλίων.

Πρ ΙΘ-1. Εγένετο δε εν τω τον Απολλώ είναι εν Κορίνθω Παύλον διελθόντα τα ανωτερικά μέρη ελθ0είν εις Έφεσον. και ευρών μαθητάς τινάς
Πρ ΙΘ-2. είπε προς αυτούς. ει Πνεύμα Άγιον ελάβετε πιστεύσαντες; οι δε είπον προς αυτόν. αλλ’ ουδέ ει Πνεύμα Άγιον εστίν ηκούσαμεν.
Πρ ΙΘ-3. είπε τε προς αυτούς. εις τι ουν εβαπτίσθητε; οι δε είπον. εις το Ιωάννου βάπτισμα.
Πρ ΙΘ-4. είπε δε Παύλος. Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τω λαώ λέγων εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν ίνα πιστεύσωσι, τουτ’ έστιν εις τον Ιησούν Χριστόν.
Πρ ΙΘ-5. ακούσαντες δε εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πρ ΙΘ-6. και επιθέντος αυτοίς του Παύλου τας χείρας ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς, ελάλουν τε γλώσσαις και προεφήτευον.
Πρ ΙΘ-7. ήσαν δε οι πάντες άνδρες ωσεί δεκαδύο.
Πρ ΙΘ-8. Εισελθών δε εις την συναγωγήν επαρρησιάζετο επί μήνας τρεις διαλεγόμενος και πείθων τα περί της βασιλείας του Θεού.
Πρ ΙΘ-9. ως δε τινές εσκληρύνοντο και ηπείθουν κακολογούντες την οδόν ενώπιον του πλήθους, αποστάς απ’ αυτών αφώρισε τους μαθητάς, καθ’ ημέραν διαλεγόμενος εν τη σχολή Τυράννου τινός.
Πρ ΙΘ-10. τούτο δε εγένετο επί έτη δύο, ώστε πάντας τους κατοικούντας την Ασίαν ακούσαι τον λόγον του Κυρίου Ιησού, Ιουδαίους τε και Έλληνας.
Πρ ΙΘ-11. Δυνάμεις τε ου τας τυχούσας εποίει ο Θεός δια των χειρών Παύλου,
Πρ ΙΘ-12. ώστε και επί τους ασθενούντας επιφέρεσθαι από του χρωτός αυτού σουδάρια ή σιμικίνθια και απαλλάσσεσθαι απ’ αυτών τας νόσους, τα τε πνεύματα τα πονηρά εξέρχεσθαι απ’ αυτών.
Πρ ΙΘ-13. Επεχείρησαν δε τινές από των περιερχομένων Ιουδαίων εξορκιστών ονομάζειν επί τους έχοντας τα πνεύματα τα πονηρά το όνομα του Κυρίου Ιησού λέγοντες. ορκίζομεν υμάς τον Ιησούν ον ο Παύλος κηρύσσει.
Πρ ΙΘ-14. ήσαν δε τινές υιοί Σκευά Ιουδαίου αρχιερέως επτά οι τούτο ποιούντες.
Πρ ΙΘ-15. αποκριθέν δε το πνεύμα το πονηρόν είπε. τον Ιησούν γινώσκω και τον Παύλον επίσταμαι. υμείς δε τίνες εστέ;
Πρ ΙΘ-16. και εφαλλόμενος επ’ αυτούς ο άνθρωπος, εν ω ην το πνεύμα το πονηρόν, και κατακυριεύσας αυτών ίσχυσε κατ’ αυτών, ώστε γυμνούς και τετραυματισμένους εκφυγείν εκ του οίκου εκείνου.
Πρ ΙΘ-17. τούτο δε εγένετο γνωστόν πάσιν Ιουδαίοις τε και Έλλησι τοις κατοικούσι την Έφεσον και επέπεσε φόβος επί πάντας αυτούς, και εμεγαλύνετο το όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πρ ΙΘ-18. πολλοί τε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών.
Πρ ΙΘ-19. ικανοί δε των τα περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τας βίβλους κατέκαιον ενώπιον πάντων. και συνεψήφισαν τας τιμάς αυτών και εύρον αργυρίου μυριάδες πέντε.
Πρ ΙΘ-20. Ούτω κατά κράτος ο λόγος του Κυρίου ηύξανε και ίσχυεν.


Στίχοι 21-41. Αναταραχαί εις την Έφεσον.


Πρ ΙΘ-21. Ως δε επληρώθη ταύτα, έθετο ο Παύλος εν τω πνεύματι διελθών την Μακεδονίαν και Αχαΐαν πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ, ειπών ότι μετά το γενέσθαι με εκεί δει με και Ρώμην ιδείν.
Πρ ΙΘ-22. αποστείλας δε εις την Μακεδονίαν δύο των διακονούντων αυτώ, Τιμόθεον και Έραστον, αυτός επέσχε χρόνον εις την Ασίαν.
Πρ ΙΘ-23. Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού.
Πρ ΙΘ-24. Δημήτριος γαρ τις ονόματι, αργυροκόπος, ποιών ναούς αργυρούς Αρτέμιδος παρείχετο τοις τεχνίταις εργασίαν ουκ ολίγην.
Πρ ΙΘ-25. ους συναθροίσας και τους περί τα τοιαύτα εργάτας είπεν. άνδρες, επίστασθε ότι εκ ταύτης της εργασίας η ευπορία ημών έστι,
Πρ ΙΘ-26. και θεωρείτε και ακούτε ότι ου μόνον Εφέσου, αλλά σχεδόν πάσης της Ασίας ο Παύλος ούτος πείσας μετέστησεν ικανόν όχλον, λέγων ότι ουκ εισί θεοί οι δια χειρών γινόμενοι.
Πρ ΙΘ-27. ου μόνον δε τούτο κινδυνεύει ημίν το μέρος εις απελεγμόν ελθείν, αλλά και το της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος ιερόν εις ουθέν λογισθήναι, μέλλειν τε και καθαιρείσθαι την μεγαλειότητα αυτής, ην όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται.
Πρ ΙΘ-28. ακούσαντες δε και γενόμενοι πλήρεις θυμού έκραζον λέγοντες. μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων.
Πρ ΙΘ-29. και επλήσθη η πόλις όλη της συγχύσεως, ώρμησαν τε ομοθυμαδόν εις το θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον και Αρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου.
Πρ ΙΘ-30. του δε Παύλου βουλομένου εισελθείν εις τον δήμον ουκ είων αυτόν οι μαθηταί.
Πρ ΙΘ-31. τινές δε και των Ασιαρχών, όντες αυτώ φίλοι, πέμψαντες προς αυτόν παρεκάλουν μη δούναι εαυτόν εις το θέατρον.
Πρ ΙΘ-32. άλλοι μεν ουν άλλο τι έκραζον. ην γαρ η εκκλησία συγκεχυμένη, και οι πλείους ουκ ήδεισαν τίνος ένεκεν συνεληλύθεισαν.
Πρ ΙΘ-33. εκ του όχλου προεβίβασαν Αλέξανδρον, προβαλλόντων αυτόν των Ιουδαίων. ο δε Αλέξανδρος κατασείσας την χείρα ήθελεν απολογείσθαι τω δήμω.
Πρ ΙΘ-34. επιγνόντες δε ότι Ιουδαίος εστί, φωνή εγένετο μία εκ πάντων, ως επί ώρας δύο κραζόντων. μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων.
Πρ ΙΘ-35. καταστείλας δε ο γραμματεύς τον όχλον φησίν. άνδρες Εφέσιοι, τις γαρ έστιν άνθρωπος ος ου γινώσκει την Εφεσίων πόλιν νεωκόρον ούσαν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και του Διοπετούς;
Πρ ΙΘ-36. αναντιρρήτων ουν όντων τούτων δέον εστίν υμάς κατεσταλμένους υπάρχειν και μηδέν προπετές πράσσειν.
Πρ ΙΘ-37. ηγάγετε γαρ τους άνδρας τούτους ούτε ιεροσύλους ούτε βλασφημούντας την θεάν υμών.
Πρ ΙΘ-38. ει μεν ουν Δημήτριος και οι συν αυτώ τεχνίται έχουσι προς τινά λόγον, αγοραίοι άγονται και ανθύπατοι εισίν, εγκαλείτωσαν αλλήλοις.
Πρ ΙΘ-39. ει δε τι περί ετέρων επιζητείτε, εν τη εννόμω εκκλησία επιλυθήσεται.
Πρ ΙΘ-40. και γαρ κινδυνεύομεν εγκαλείσθαι στάσεως περί της σήμερον, μηδενός αιτίου υπάρχοντος περί ου δυνησόμεθα αποδούναι λόγον της συστροφής ταύτης.
Πρ ΙΘ-41. και ταύτα ειπών απέλυσε την εκκλησίαν.

Κεφάλαιον Κ΄.

Στίχοι 1-16. Ο Παύλος εις Τρωάδα. Ο Εύτυχος σώζεται υπό του Παύλου. Άφιξις αυτού εις Μίλητον.

Πρ Κ-1. Μετά δε το παύσασθαι τον θόρυβον προσκαλεσάμενος ο Παύλος τους μαθητάς και ασπασάμενος εξήλθε πορευθήναι εις Μακεδονίαν.
Πρ Κ-2. διελθών δε τα μέρη εκείνα και παρακαλέσας αυτούς λόγω πολλώ ήλθεν εις την Ελλάδα.
Πρ Κ-3. ποιήσας τε μήνας τρεις, γενομένης αυτώ επιβουλής υπό των Ιουδαίων μέλλοντι ανάγεσθαι εις την Συρίαν, εγένετο γνώμη του υποστρέφειν δια Μακεδονίας.
Πρ Κ-4. συνείπετο δε αυτώ άχρι της Ασίας Σώπατρος Βεροιαίος, Θεσσαλονικέων δε Αρίσταρχος και Σεκούνδος, και Γάϊος Δερβαίος και Τιμόθεος, Ασιανοί δε Τυχικός και Τρόφιμος.
Πρ Κ-5. ούτοι προελθόντες έμενον ημάς εν Τρωάδι.
Πρ Κ-6. ημείς δε εξεπλεύσαμεν μετά τας ημέρας των αζύμων από Φιλίππων και ήλθομεν προς αυτούς εις την Τρωάδα άχρις ημερών πέντε, ου διετρίψαμεν ημέρας επτά.
Πρ Κ-7. Εν δε τη μιά των σαββάτων συνηγμένων των μαθητών κλάσαι άρτον, ο Παύλος διελέγετο αυτοίς, μέλλων εξιέναι τη επαύριον, παρέτεινε τε τον λόγον μέχρι μεσονυκτίου.
Πρ Κ-8. ήσαν δε λαμπάδες ικαναί εν τω υπερώω ου ήμεν συνηγμένοι.
Πρ Κ-9. καθήμενος δε τις νεανίας ονόματι Εύτυχος επί της θυρίδος, καταφερόμενος ύπνω βαθεί διαλεγομένου του Παύλου επί πλείον, κατενεχθείς από του ύπνου έπεσεν από του τριστέγου κάτω και ήρθη νεκρός.
Πρ Κ-10. καταβάς δε ο Παύλος επέπεσεν αυτώ και συμπεριλαβών είπε. μη θορυβείσθε. η γαρ ψυχή αυτού εν αυτώ έστιν.
Πρ Κ-11. αναβάς δε και κλάσας άρτον και γευσάμενος, εφ’ ικανόν τε ομιλήσας άχρις αυγής, ούτως εξήλθεν.
Πρ Κ-12. ήγαγον δε τον παίδα ζώντα, και παρεκλήθησαν ου μετρίως.
Πρ Κ-13. Ημείς δε προελθόντες επί το πλοίον ανήχθημεν εις την Άσσον, εκείθεν μέλλοντες αναλαμβάνειν τον Παύλον. ούτω γαρ ην διατεταγμένος, μέλλων αυτός πεζεύειν.
Πρ Κ-14. ως δε συνέβαλεν ημίν εις την Άσσον, αναλαβόντες αυτόν ήλθομεν εις Μυτιλήνην.
Πρ Κ-15. κακείθεν αποπλεύσαντες τη επιούση κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου, τη δε ετέρα παρεβάλομεν εις Σάμον, και μείναντες εν Τρωγυλίω τη εχομένη ήλθομεν εις Μίλητον.
Πρ Κ-16. έκρινε γαρ ο Παύλος παραπλεύσαι την Έφεσον, όπως μη γένηται αυτώ χρονοτριβήσαι εν τη Ασία. έσπευδε γαρ, ει δυνατόν ην αυτώ, την ημέραν της πεντηκοστής γενέσθαι εις Ιεροσόλυμα.

Στίχοι 17-38. Λόγος του Αποστόλου προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου.

Πρ Κ-17. Από δε της Μιλήτου πέμψας εις Έφεσον μετεκαλέσατο τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας.
Πρ Κ-18. ως δε παρεγένοντο προς αυτόν, είπεν αυτοίς. υμείς επίστασθε, από πρώτης ημέρας αφ’ ης επέβην εις την Ασίαν, πώς μεθ’ υμών τον πάντα χρόνον εγενόμην,
Πρ Κ-19. δουλεύων τω Κυρίω μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πολλών δακρύων και πειρασμών των συμβάντων μοι εν ταις επιβουλαίς των Ιουδαίων,
Πρ Κ-20. ως ουδέν υποστειλάμην των συμφερόντων του μη αναγγείλαι υμίν και διδάξαι υμάς δημοσία και κατ’ οίκους,
Πρ Κ-21. διαμαρτυρόμενος Ιουδαίοις τε και Έλλησι την εις τον Θεόν μετάνοιαν και πίστιν την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Πρ Κ-22. και νυν ιδού εγώ δεδεμένος τω πνεύματι πορεύομαι εις Ιερουσαλήμ, τα εν αυτή συναντήσοντα μοι μη ειδώς,
Πρ Κ-23. πλην ότι το Πνεύμα το Άγιον κατά πόλιν διαμαρτύρεται λέγον ότι δεσμά με και θλίψεις μένουσιν.
Πρ Κ-24. αλλ’ ουδενός λόγον ποιούμαι ουδέ έχω την ψυχήν μου τιμίαν εμαυτώ, ως τελειώσαι τον δρόμον μου μετά χαράς και την διακονίαν ην έλαβον παρά του Κυρίου Ιησού, διαμαρτύρασθαι το ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού.
Πρ Κ-25. και νυν ιδού εγώ οίδα ότι ουκέτι όψεσθε το πρόσωπον μου υμείς πάντες, εν οις διήλθον κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού.
Πρ Κ-26. διό μαρτύρομαι υμίν εν τη σήμερον ημέρα ότι καθαρός εγώ από του αίματος πάντων.
Πρ Κ-27. ου γαρ υπεστειλάμην του μη αναγγείλαι υμίν πάσαν την βουλήν του Θεού.
Πρ Κ-28. προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος.
Πρ Κ-29. εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξιν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου.
Πρ Κ-30. και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών.
Πρ Κ-31. διό γρηγορείτε, μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον.
Πρ Κ-32. και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν.
Πρ Κ-33. αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα.
Πρ Κ-34. αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται.
Πρ Κ-35. πάντα υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων, μνημονεύειν τε των λόγων του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε. μακάριον εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν.
Πρ Κ-36. και ταύτα ειπών, θεις τα γόνατα αυτού συν πάσιν αυτοίς προσηύξατο.
Πρ Κ-37. ικανός δε εγένετο κλαυθμός πάντων, και επιπεσόντες επί τον τράχηλον του Παύλου κατεφίλουν αυτόν,
Πρ Κ-38. οδυνώμενοι μάλιστα επί τω λόγω ω ειρήκει, ότι ουκέτι μέλλουσι το πρόσωπον αυτού θεωρείν, προέμπεμπον δε αυτόν εις το πλοίον.

Κεφάλαιον ΚΑ΄.

Στίχοι 1-16. Ο Παύλος εις Καισάρειαν της Παλαιστίνης. Προφητείαι περί του Παύλου. Άφιξις εις Ιερουσαλήμ.

Πρ ΚΑ-1. Ως δε εγένετο αναχθήναι ημάς αποσπασθέντας απ’ αυτών, ευθυδρομήσαντες ήλθομεν εις την Κω, τη δε εξής εις την Ρόδον, κακείθεν εις Πάταρα.
Πρ ΚΑ-2. και ευρόντες πλοίον διαπερών εις Φοινίκην επιβάντες ανήχθημεν.
Πρ ΚΑ-3. αναφανέντες δε την Κύπρον και καταλιπόντες αυτήν ευώνυμον επλέομεν εις Συρίαν, και κατήχθημεν εις Τύρον. εκείσε γαρ ην το πλοίον αποφορτιζόμενον τον γόμον.
Πρ ΚΑ-4. και ανευρόντες τους μαθητάς επεμείναμεν αυτού ημέρας επτά. οίτινες τω Παύλω έλεγον δια του Πνεύματος μη αναβαίνειν εις Ιεροσόλυμα.
Πρ ΚΑ-5. ότε δε εγένετο ημάς εξαρτίσαι τας ημέρας, εξελθόντες επορευόμεθα προπεμπόντων ημάς πάντων συν γυναιξί και τέκνοις έως έξω της πόλεως, και θέντες τα γόνατα επί τον αιγιαλόν προσηυξάμεθα,
Πρ ΚΑ-6. και ασπασάμενοι αλλήλους επέβημεν εις το πλοίον, εκείνοι δε υπέστρεψαν εις τα ίδια.
Πρ ΚΑ-7. Ημείς δε τον πλουν διανύσαντες από Τύρου κατηντήσαμεν εις Πτολεμαΐδα, και ασπασάμενοι τους αδελφούς εμείναμεν ημέραν μίαν παρ’ αυτοίς.
Πρ ΚΑ-8. τη δε επαύριον εξελθόντες ήλθομεν εις Καισάρειαν, και εισελθόντες εις τον οίκον Φιλίππου του ευαγγελιστού, όντος εκ των επτά, εμείναμεν παρ’ αυτώ.
Πρ ΚΑ-9. τούτω δε ήσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι.
Πρ ΚΑ-10. επιμενόντων δε ημών ημέρας πλείους κατήλθε τις από της Ιουδαίας προφήτης ονόματι Άγαβος,
Πρ ΚΑ-11. και ελθών προς ημάς και αράς την ζώνην του Παύλου, δήσας τε αυτού τους πόδας και τας χείρας είπε. τάδε λέγει το Πνεύμα το Άγιον. τον άνδρα ου έστιν η ζώνη αύτη, ούτω δήσουσιν εις Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και παραδώσουσιν εις χείρας εθνών.
Πρ ΚΑ-12. ως δε ηκούσαμεν ταύτα, παρεκαλούμεν ημείς τε και οι εντόπιοι του μη αναβαίνειν αυτόν εις Ιερουσαλήμ.
Πρ ΚΑ-13. απεκρίθη τε ο Παύλος. τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντες μου την καρδίαν; εγώ γαρ ου μόνον δεθήναι, αλλά και αποθανείν εις Ιερουσαλήμ ετοίμως έχω υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού.
Πρ ΚΑ-14. μη πειθομένου δε αυτού ησυχάσαμεν ειπόντες. το θέλημα του Κυρίου γινέσθω.
Πρ ΚΑ-15. Μετά δε τας ημέρας ταύτας επισκευασάμενοι ανεβαίνομεν εις Ιερουσαλήμ.
Πρ ΚΑ-16. σηνήλθον δε και των μαθητών από Καισαρείας συν ημίν, άγοντες παρ’ ω ξενισθώμεν Μνάσωνι τινί Κυπρίω, αρχαίω μαθητή.

Στίχοι 17-40. Αναταραχή των Ιουδαίων και σύλληψις του Παύλου.

Πρ ΚΑ-17. Γενομένων δε ημών εις Ιεροσόλυμα ασμένως εδέξαντο ημάς οι αδελφοί.
Πρ ΚΑ-18. τη δε επιούση εισήει ο Παύλος συν ημίν προς Ιάκωβον, πάντες τε παρεγένοντο οι πρεσβύτεροι.
Πρ ΚΑ-19. και ασπασάμενος αυτούς εξηγείτο καθ’ εν έκαστον ων εποίησεν ο Θεός εν τοις έθνεσι δια της διακονίας αυτού.
Πρ ΚΑ-20. οι δε ακούσαντες εδόξαζον τον Κύριον, είπον τε αυτώ. θεωρείς, αδελφέ, πόσαι μυριάδες εισίν Ιουδαίων των πεπιστευκότων, και πάντες ζηλωταί του νόμου υπάρχουσι.
Πρ ΚΑ-21. κατηχήθησαν δε περί σου ότι αποστασίαν διδάσκεις από Μωϋσέως τους κατά τα έθνη πάντας Ιουδαίους, λέγων μη περιτέμνειν αυτούς τα τέκνα μηδέ τοις έθεσι περιπατείν.
Πρ ΚΑ-22. τι ουν έστι; πάντως δει πλήθος συνελθείν. ακούσονται γαρ ότι ελήλυθας.
Πρ ΚΑ-23. τούτο ουν ποίησον ο σοι λέγομεν. εισίν ημίν άνδρες τέσσαρες ευχήν έχοντες εφ’ εαυτών.
Πρ ΚΑ-24. τούτους παραλαβών αγνίσθητι συν αυτοίς και δαπάνησον επ’ αυτοίς ίνα ξυρήσωνται την κεφαλήν, και γνώσι πάντες ότι ων κατήχηνται περί σου ουδέν έστιν, αλλά στοιχείς και αυτός τον νόμον φυλάσσων.
Πρ ΚΑ-25. περί δε των πεπιστευκότων εθνών ημείς επεστείλαμεν κρίναντες μηδέν τοιούτον τηρείν αυτούς, ει μη φυλάσσεσθαι αυτούς το τε ειδωλόθυτον και το αίμα και πνικτόν και πορνείαν.
Πρ ΚΑ-26. τότε ο Παύλος παραλαβών τους άνδρας τη εχομένη ημέρα συν αυτοίς αγνισθείς εισήει εις το ιερόν, διαγγέλλων την εκπλήρωσιν των ημερών του αγνισμού, έως ου προσηνέχθη υπέρ ενός εκάστου αυτών η προσφορά.
Πρ ΚΑ-27. Ως δε έμελλον αι επτά ημέραι συντελείσθαι, οι από της Ασίας Ιουδαίοι θεασάμενοι αυτόν εν τω ιερώ συνέχεον πάντα τον όχλον, και επέβαλον τας χείρας επ’ αυτόν
Πρ ΚΑ-28. κράζοντες. άνδρες Ισραηλίται, βοηθείτε. ούτος εστίν ο άνθρωπος ο κατά του λαού και του νόμου και του τόπου τούτου πάντας πανταχού διδάσκων. έτι τε και Έλληνας εισήγαγεν εις το ιερόν και κεκοίνωκε τον άγιον τόπον τούτον.
Πρ ΚΑ-29. ήσαν γαρ εωρακότες Τρόφιμον τον Εφέσιον εν τη πόλει συν αυτώ, ον ενόμιζον ότι εις το ιερόν εισήγαγεν ο Παύλος.
Πρ ΚΑ-30. εκινήθη τε η πόλις όλη και εγένετο συνδρομή του λαού, και επιλαβόμενοι του Παύλου είλκον αυτόν έξω του ιερού, και ευθέως εκλείσθησαν αι θύραι.
Πρ ΚΑ-31. ζητούντων δε αυτόν αποκτείναι ανέβη φάσις τω χιλιάρχω της σπείρης ότι όλη συγκέχυται Ιερουσαλήμ.
Πρ ΚΑ-32. ος εξαυτής παραλαβών στρατιώτας και εκατοντάρχους κατέδραμεν επ’ αυτούς. οι δε ιδόντες τον χιλίαρχον και τους στρατιώτας επαύσαντο τύπτοντες τον Παύλον.
Πρ ΚΑ-33. εγγίσας δε ο χιλίαρχος επελάβετο αυτού και εκέλευσε δεθήναι αλύσεσι δυσί, και επυνθάνετο τις αν είη και τι έστι πεποιηκώς.
Πρ ΚΑ-34. άλλοι δε άλλο τι εβόων εν τω όχλω. μη δυνάμενος δε γνώναι το ασφαλές δια τον θόρυβον, εκέλευσεν άγεσθαι αυτόν εις την παρεμβολήν.
Πρ ΚΑ-35. ότε δε εγένετο επί τους αναβαθμούς, συνέβη βαστάζεσθαι αυτόν υπό των στρατιωτών δια την βίαν του όχλου.
Πρ ΚΑ-36. ηκολούθει γαρ το πλήθος του λαού κράζον. αίρε αυτόν.
Πρ ΚΑ-37. Μέλλων τε εισάγεσθαι εις την παρεμβολήν ο Παύλος λέγει τω χιλιάρχω. ει έξεστι μοι ειπείν τι προς σε; ο δε έφη. Ελληνιστί γινώσκεις;
Πρ ΚΑ-38. ουκ άρα συ ει ο Αιγύπτιος ο προ τούτων των ημερών αναστατώσας και εξαγαγών εις την έρημον τους τετρακισχιλίους άνδρας των σικαρίων;
Πρ ΚΑ-39. είπε δε ο Παύλος. εγώ άνθρωπος μεν Ιουδαίος Ταρσεύς, της Κιλικίας ουκ ασήμου πόλεως πολίτης. δέομαι δε σου, επίτρεψον μοι λαλήσαι προς τον λαόν.
Πρ ΚΑ-40. επιτρέψαντος δε αυτού ο Παύλος εστώς επί των αναβαθμών κατέσεισε τη χειρί τω λαώ. πολλής δε σιγής γενομένης προσεφώνησε τη Εβραΐδι διαλέκτω λέγων.


Κεφάλαιον ΚΒ΄.

Στίχοι 1-21. Λόγος του Παύλου προς τους Ιουδαίους των Ιεροσολύμων.

Πρ ΚΒ-1. Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε μου της προς υμάς νυνί απολογίας.
Πρ ΚΒ-2. ακούσαντες δε ότι τη Εβραΐδι διαλέκτω προσεφώνει αυτοίς, μάλλον παρέσχον ησυχίαν.
Πρ ΚΒ-3. και φησίν. εγώ μεν ειμί ανήρ Ιουδαίος, γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού καθώς πάντες υμείς έστε σήμερον.
Πρ ΚΒ-4. ος ταύτην την οδόν εδίωξα άχρι θανάτου, δεσμεύων και παραδιδούς εις φυλακάς άνδρας τε και γυναίκας,
Πρ ΚΒ-5. ως και ο αρχιερεύς μαρτυρεί μοι και παν το πρεσβυτέριον. παρ’ ων και επιστολάς δεξάμενος προς τους αδελφούς εις Δαμασκόν επορευόμην άξων και τους εκείσε όντας δεδεμένους εις Ιερουσαλήμ ίνα τιμωρηθώσιν.
Πρ ΚΒ-6. Εγένετο δε μοι πορευομένω και εγγίζοντι τη Δαμασκώ περί μεσημβρίαν εξαίφνης εκ του ουρανού περιαστράψαι φως ικανόν περί εμέ,
Πρ ΚΒ-7. έπεσον τε εις το έδαφος και ήκουσα φωνής λεγούσης μοι. Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις;
Πρ ΚΒ-8. εγώ δε απεκρίθειν. τις ει, Κύριε; είπε τε προς με. εγώ ειμί Ιησούς ο Ναζωραίος ον συ διώκεις.
Πρ ΚΒ-9. οι δε συν εμοί όντες το μεν φως εθεάσαντο και έμφοβοι εγένοντο, την δε φωνήν ουκ ήκουσαν του λαλούντος μοι.
Πρ ΚΒ-10. είπον δε. τι ποιήσω, Κύριε; ο δε Κύριος είπε προς με. αναστάς πορεύου εις Δαμασκόν, κακεί σοι λαληθήσεται περί πάντων ων τέτακται σοι ποιήσαι.
Πρ ΚΒ-11. ως δε ουκ ενέβλεπον από της δόξης του φωτός εκείνου, χειραγωγούμενος υπό των συνόντων μοι ήλθον εις Δαμασκόν.
Πρ ΚΒ-12. Ανανίας δε τις, ανήρ ευσεβής κατά τον νόμον, μαρτυρούμενος υπό πάντων των κατοικούντων εν Δαμασκώ Ιουδαίων,
Πρ ΚΒ-13. ελθών προς με και επιστάς είπε μοι. Σαούλ αδελφέ, ανάβλεψον. καγώ αυτή τη ώρα ανέβλεψα εις αυτόν.
Πρ ΚΒ-14. ο δε είπεν. ο Θεός των πατέρων ημών προεχειρίσατο σε γνώναι το θέλημα αυτού και ιδείν τον δίκαιον και ακούσαι φωνήν εκ του στόματος αυτού,
Πρ ΚΒ-15. ότι έση μάρτυς αυτώ προς πάντας ανθρώπους ων εώρακας και ήκουσας.
Πρ ΚΒ-16. και νυν τι μέλλεις; αναστάς βάπτισαι και απόλουσαι τας αμαρτίας σου, επικαλεσάμενος το όνομα του Κυρίου.
Πρ ΚΒ-17. Εγένετο δε μοι υποστρέψαντι εις Ιερουσαλήμ και προσευχομένου μου εν τω ιερώ γενέσθαι με εν εκστάσει και ιδείν αυτόν λέγοντα μοι.
Πρ ΚΒ-18. σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ, διότι ου παραδέξονται σου την μαρτυρίαν περί εμού.
Πρ ΚΒ-19. καγώ είπον. Κύριε, αυτοί επίστανται ότι εγώ ήμην φυλακίζων και δέρων κατά τας συναγωγάς τους πιστεύοντας επί σε.
Πρ ΚΒ-20. και ότε εξεχείτο το αίμα Στεφάνου του μάρτυρος σου, και αυτός ήμην εφεστώς και συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού και φυλάσσων τα ιμάτια των αναιρούντων αυτόν.
Πρ ΚΒ-21. και είπε προς με. πορεύου, ότι εγώ εις έθνη μακράν εξαποστελώ σε.

Στίχοι 22-30. Ο Παύλος δέσμιος εν τω φρουρίω. Συνδιάλεξις μετά του χιλιάρχου.

Πρ ΚΒ-22. Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες. αίρε από της γης τον τοιούτον. ου γαρ καθήκεν αυτόν ζην.
Πρ ΚΒ-23. κραυγαζόντων δε αυτών και ριπτόντων τα ιμάτια και κονιορτόν βαλλόντων εις τον αέρα,
Πρ ΚΒ-24. εκέλευσεν αυτόν ο χιλίαρχος άγεσθαι εις την παρεμβολήν, ειπών μάστιξιν ανετάζεσθαι αυτόν, ίνα επιγνώ δι’ ην αιτίαν ούτως επεφώνουν αυτώ.
Πρ ΚΒ-25. ως δε προέτειναν αυτόν τοις ιμάσιν, είπε προς τον εστώτα εκατόνταρχον ο Παύλος. ει άνθρωπον Ρωμαίον και ακατάκριτον έξεστιν υμίν μαστίζειν;
Πρ ΚΒ-26. ακούσας δε ο εκατόνταρχος προσελθών απήγγειλε τω χιλιάρχω λέγων. όρα τι μέλλεις ποιείν. ο γαρ άνθρωπος ούτος Ρωμαίος εστί.
Πρ ΚΒ-27. προσελθών δε ο χιλίαρχος είπεν αυτώ. λέγε μοι ει συ Ρωμαίος ει. ο δε έφη. ναι.
Πρ ΚΒ-28. απεκρίθη τε ο χιλίαρχος. εγώ πολλού κεφαλαίου την πολιτείαν ταύτην εκτησάμην. ο δε Παύλος έφη. εγώ δε και γεγέννημαι.
Πρ ΚΒ-29. ευθέως ουν απέστησαν απ’ αυτού οι μέλλοντες αυτόν ανετάζειν. και ο χιλίαρχος δε εφοβήθη επιγνούς ότι Ρωμαίος εστί, και ότι ην αυτόν δεδεκώς.
Πρ ΚΒ-30. Τη δε επαύριον βουλόμενος γνώναι το ασφαλές, το τι κατηγορείται παρά των Ιουδαίων, έλυσεν αυτόν από των δεσμών και εκέλευσεν ελθείν τους αρχιερείς και όλον το συνέδριον αυτών, και καταγαγών τον Παύλον έστησεν εις αυτούς.

Κεφάλαιον ΚΓ΄.

Στίχοι 1-11. Ο Παύλος ενώπιον του Ιουδαϊκού συνεδρίου.

Πρ ΚΓ-1. Ατενίσας δε ο Παύλος τω συνεδρίω είπεν. άνδρες αδελφοί, εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τω Θεώ άχρι ταύτης της ημέρας.
Πρ ΚΓ-2. ο δε αρχιερεύς Ανανίας επέταξε τοις παρεστώσιν αυτώ τύπτειν αυτού το στόμα.
Πρ ΚΓ-3. τότε ο Παύλος προς αυτόν είπε. τύπτειν σε μέλλει ο Θεός, τοίχε κεκονιαμένε. και συ κάθη κρίνων με κατά τον νόμον, και παρανομών κελεύεις με τύπτεσθαι!
Πρ ΚΓ-4. οι δε παρεστώτες είπον. τον αρχιερέα του Θεού λοιδορείς;
Πρ ΚΓ-5. έφη τε ο Παύλος. ουκ ήδειν, αδελφοί, ότι εστίν αρχιερεύς. γέγραπται γαρ. άρχοντα του λαού σου ουκ ερείς κακώς.
Πρ ΚΓ-6. γνους δε ο Παύλος ότι το εν μέρος εστί Σαδδουκαίων, το δε έτερον Φαρισαίων, έκραξεν εν τω συνεδρίω. άνδρες αδελφοί, εγώ Φαρισαίος ειμί, υιός Φαρισαίου. περί ελπίδος και αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι.
Πρ ΚΓ-7. τούτο δε αυτού λαλήσαντος εγένετο στάσις των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, και εσχίσθη το πλήθος.
Πρ ΚΓ-8. Σαδδουκαίοι μεν γαρ λέγουσι μη είναι ανάστασιν μήτε άγγελον μήτε πνεύμα, Φαρισαίοι δε ομολογούσι τα αμφότερα.
Πρ ΚΓ-9. εγένετο δε κραυγή μεγάλη, και αναστάντες οι γραμματείς του μέρους των Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες. ουδέν κακόν ευρίσκομεν εν τω ανθρώπω τούτω. ει δε πνεύμα ελάλησεν αυτώ ή άγγελος, μη θεομαχώμεν.
Πρ ΚΓ-10. πολλής δε γενομένης στάσεως ευλαβηθείς ο χιλίαρχος μη διασπασθή ο Παύλος υπ’ αυτών, εκέλευσε το στράτευμα καταβήναι και αρπάσαι αυτόν εκ μέσου αυτών άγειν τε εις την παρεμβολήν.
Πρ ΚΓ-11. Τη δε επιούση νυκτί επιστάς αυτώ ο Κύριος είπε. θάρσει, Παύλε. ως γαρ διεμαρτύρω τα περί εμού εις Ιερουσαλήμ, ούτω σε δει και εις Ρώμην μαρτυρήσαι.

Στίχοι 12-35. Συνωμοσία Ιουδαίων κατά του Παύλου. Αποστέλλεται εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης.

Πρ ΚΓ-12. Γενομένης δε ημέρας ποιήσαντες τινές των Ιουδαίων συστροφήν ανεθεμάτισαν εαυτούς, λέγοντες μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ου αποκτείνωσι τον Παύλον.
Πρ ΚΓ-13. ήσαν δε πλείους τεσσαράκοντα οι ταύτην την συνωμοσίαν πεποιηκότες.
Πρ ΚΓ-14. οίτινες προσελθόντες τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις είπον. αναθέματι ανεθεματίσαμεν εαυτούς μηδενός γεύσασθαι έως ου αποκτείνωμεν τον Παύλον.
Πρ ΚΓ-15. νυν ουν υμείς εμφανίσατε τω χιλιάρχω συν τω συνεδρίω, όπως αύριον αυτόν καταγάγη προς υμάς, ως μέλλοντας διαγινώσκειν ακριβέστερον τα περί αυτού. ημείς δε προ του εγγίσαι αυτόν έτοιμοι εσμέν του ανελείν αυτόν.
Πρ ΚΓ-16. ακούσας δε ο υιός της αδελφής Παύλου το ένεδρον, παραγενόμενος και εισελθών εις την παρεμβολήν απήγγειλε τω Παύλω.
Πρ ΚΓ-17. προσκαλεσάμενος δε ο Παύλος ένα των εκατοντάρχων έφη. τον νεανίαν τούτον απάγαγε προς τον χιλίαρχον. έχει γαρ τι απαγγείλαι αυτώ.
Πρ ΚΓ-18. ο μεν ουν παραλαβών αυτόν ήγαγε προς τον χιλίαρχον και φησίν. ο δέσμιος Παύλος προσκαλεσάμενος με ηρώτησε τούτον τον νεανίαν αγαγείν προς σε, έχοντα τι λαλήσαι σοι.
Πρ ΚΓ-19. επιλαβόμενος δε της χειρός αυτού ο χιλίαρχος και αναχωρήσας κατ’ ιδίαν επυνθάνετο, τι έστιν ο έχεις απαγγείλαι μοι;
Πρ ΚΓ-20. είπε δε ότι οι Ιουδαίοι συνέθεντο του ερωτήσαι σε όπως αύριον εις το συνέδριον καταγάγης τον Παύλον, ως μελλόντων τι ακριβέστερον πυνθάνεσθαι περί αυτού.
Πρ ΚΓ-21. συ ουν μη πεισθής αυτοίς. ενεδρεύουσι γαρ εξ αυτών άνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οίτινες ανεθεμάτισαν εαυτούς μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ου ανέλωσιν αυτόν, και νυν έτοιμοι εισί προσδεχόμενοι την από σου επαγγελίαν.
Πρ ΚΓ-22. ο μεν ουν χιλίαρχος απέλυσε τον νεανίαν, παραγγείλας μηδενί εκλαλήσαι ότι ταύτα ενεφάνισας προς με.
Πρ ΚΓ-23. Και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των εκατοντάρχων είπεν. ετοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους όπως πορευθώσιν έως Καισαρείας, και ιππείς εβδομήκοντα και δεξιολάβους διακοσίους, από τρίτης ώρας της νυκτός,
Πρ ΚΓ-24. κτήνη τε παραστήσαι, ίνα επιβιβάσαντες τον Παύλον διασώσωσι προς Φήλικα τον ηγεμόνα,
Πρ ΚΓ-25. γράψας επιστολήν περιέχουσαν τον τύπον τούτον.
Πρ ΚΓ-26. Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν.
Πρ ΚΓ-27. τον άνδρα τούτον συλληφθέντα υπό των Ιουδαίων και μέλλοντα αναιρείσθαι υπ’ αυτών επιστάς συν τω στρατεύματι εξειλόμην αυτόν, μαθών ότι Ρωμαίος εστί.
Πρ ΚΓ-28. βουλόμενος δε γνώναι την αιτίαν δι’ ην ενεκάλουν αυτώ, κατήγαγον αυτόν εις το συνέδριον αυτών.
Πρ ΚΓ-29. ον εύρον εγκαλούμενον περί ζητημάτων του νόμου αυτών, μηδέν δε άξιον θανάτου ή δεσμών έγκλημα έχοντα.
Πρ ΚΓ-30. μηνυθείσης δε μοι επιβουλής εις τον άνδρα μέλλειν έσεσθαι υπό των Ιουδαίων, εξαυτής έπεμψα προς σε, παραγγείλας και τοις κατηγόροις λέγειν τα προς αυτόν επί σου. έρρωσο.
Πρ ΚΓ-31. Οι μεν ουν στρατιώται κατά το διατεταγμένον αυτοίς αναλαβόντες τον Παύλον ήγαγον δια της νυκτός εις την Αντιπατρίδα,
Πρ ΚΓ-32. τη δε επαύριον εάσαντες τους ιππείς πορεύεσθαι συν αυτώ, υπέστρεψαν εις την παρεμβολήν.
Πρ ΚΓ-33. οίτινες εισελθόντες εις την Καισάρειαν και αναδόντες την επιστολήν τω ηγεμόνι παρέστησαν και τον Παύλον αυτώ.
Πρ ΚΓ-34. αναγνούς δε ο ηγεμών και επερωτήσας εκ ποίας επαρχίας εστί, και πυθόμενος ότι από Κιλικίας,
Πρ ΚΓ-35. διακούσομαι σου, έφη, όταν και οι κατήγοροι σου παραγένωνται. εκέλευσε τε αυτόν εν τω πραιτωρίω του Ηρώδου φυλάσσεσθαι.

Κεφάλαιον ΚΔ΄.

Στίχοι 1-23. Οι Ιουδαίοι κατηγορούν τον Παύλον εις τον ηγεμόνα Φήλικα. Ο Παύλος απολογείται.

Πρ ΚΔ-1. Μετά δε πέντε ημέρας κατέβη ο αρχιερεύς Ανανίας μετά των πρεσβυτέρων και ρήτορος Τερτύλλου τινός, οίτινες ενεφάνισαν τω ηγεμόνι κατά του Παύλου.
Πρ ΚΔ-2. κληθέντος δε αυτού ήρξατο κατηγορείν ο Τέρτυλλος λέγων.
Πρ ΚΔ-3. πολλής ειρήνης τυγχάνοντες δια σου και κατορθωμάτων γινομένων τω έθνει τούτω δια της σης προνοίας, πάντη τε και πανταχού αποδεχόμεθα, κράτιστε Φήλιξ, μετά πάσης ευχαριστίας.
Πρ ΚΔ-4. ίνα δε μη επί πλείον σε εγκόπτω, παρακαλώ ακούσαι σε ημών συντόμως τη ση επιεικεία.
Πρ ΚΔ-5. ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην, πρωτοστάτην τε της των Ναζωραίων αιρέσεως,
Πρ ΚΔ-6. ος και το ιερόν επείρασε βεβηλώσαι, ον και εκρατήσαμεν και κατά τον ημέτερον νόμον ηθελήσαμεν κρίνειν.
Πρ ΚΔ-7. παρελθών δε Λυσίας ο χιλίαρχος μετά πολλής βίας εκ των χειρών ημών απήγαγε,
Πρ ΚΔ-8. κελεύσας τους κατηγόρους αυτού έρχεσθαι επί σε. παρ’ ου δυνήση αυτός ανακρίνας περί πάντων τούτων επιγνώναι ων ημείς κατηγορούμεν αυτού.
Πρ ΚΔ-9. συνεπέθεντο δε και Ιουδαίοι φάσκοντες ταύτα ούτως έχειν.
Πρ ΚΔ-10. Απεκρίθη δε ο Παύλος, νεύσαντος αυτώ του ηγεμόνος λέγειν. εκ πολλών ετών όντα σε κριτήν τω έθνει τούτω επιστάμενος ευθυμότερον τα περί εμαυτού απολογούμαι,
Πρ ΚΔ-11. δυναμένου σου γνώναι ότι ου πλείους εισί μοι ημέραι δεκαδύο αφ’ ης ανέβην προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ.
Πρ ΚΔ-12. και ούτε εν τω ιερώ εύρον με προς τινά διαλεγόμενον ή επισύστασιν ποιούντα όχλου, ούτε εν ταις συναγωγαίς ούτε κατά την πόλιν.
Πρ ΚΔ-13. ούτε παραστήσαι δύνανται περί ων νυν κατηγορούσι μου.
Πρ ΚΔ-14. ομολογώ δε τούτο σοι, ότι κατά την οδόν ην λέγουσιν αίρεσιν ούτω λατρεύω τω πατρώω Θεώ, πιστεύων πάσι τοις κατά τον νόμον και τοις εν τοις προφήταις γεγραμμένοις,
Πρ ΚΔ-15. ελπίδα έχων εις τον Θεόν ην και αυτοί ούτοι προσδέχονται, ανάστασιν μέλλειν έσεσθαι νεκρών, δικαίων τε και αδίκων.
Πρ ΚΔ-16. εν τούτω δε και αυτός ασκώ απρόσκοπον συνείδησιν έχειν προς τον Θεόν και τους ανθρώπους δια παντός.
Πρ ΚΔ-17. δι’ ετών δε πλειόνων παρεγενόμην ελεημοσύνας ποιήσων εις το έθνος μου και προσφοράς.
Πρ ΚΔ-18. εν οις εύρον με ηγνισμένον εν τω ιερώ, ου μετά όχλου ουδέ μετά θορύβου, τινές από της Ασίας Ιουδαίοι,
Πρ ΚΔ-19. ους έδει επί σου παρείναι και κατηγορείν ει τι έχοιεν προς με.
Πρ ΚΔ-20. ή αυτοί ούτοι ειπάτωσαν τι εύρον εν εμοί αδίκημα στάντος μου επί του συνεδρίου,
Πρ ΚΔ-21. ή περί μιάς ταύτης φωνής ης έκραξα εστώς εν αυτοίς, ότι περί αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερον υφ’ υμών.
Πρ ΚΔ-22. Ακούσας δε ταύτα ο Φήλιξ ανεβάλετο αυτούς, ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού, ειπών. όταν Λυσίας ο χιλίαρχος καταβή, διαγνώσομαι τα καθ’ υμάς,
Πρ ΚΔ-23. διαταξάμενος τε τω εκατοντάρχη τηρείσθαι τον Παύλον έχειν τε άνεσιν και μηδένα κωλύειν των ιδίων αυτού υπηρετείν ή προσέρχεσθαι αυτώ.

Στίχοι 24-27. Ο Φήλιξ συζητεί με τον Παύλον, φυλακισμένον επί διετίαν.

Πρ ΚΔ-24. Μετά δε ημέρας τινάς παραγενόμενος ο Φήλιξ συν Δρουσίλλη τη γυναικί αυτού, ούση Ιουδαία, μετεπέμψατο τον Παύλον και ήκουσεν αυτού περί της εις Χριστόν πίστεως.
Πρ ΚΔ-25. διαλεγομένου δε αυτού περί δικαιοσύνης και εγκρατείας και του κρίματος του μέλλοντος έσεσθαι, έμφοβος γενόμενος ο Φήλιξ απεκρίθη. το νυν έχον πορεύου, καιρόν δε μεταλαβών μετακαλέσομαι σε,
Πρ ΚΔ-26. άμα δε και ελπίζων ότι χρήματα δοθήσεται Πρ αυτώ υπό του Παύλου όπως λύση αυτόν. διό και πυκνότερον αυτόν μεταπεμπόμενος ωμίλει αυτώ.
Πρ ΚΔ-27. Διετίας δε πληρωθείσης έλαβε διάδοχον ο Φήλιξ Πόρκιον Φήστον. θέλων δε χάριν καταθέσθαι τοις Ιουδαίοις ο Φήλιξ κατέλιπε τον Παύλον δεδεμένον.

Κεφάλαιον ΚΕ΄.

Στίχοι 1-12. Ο Παύλος προ του Φήστου, επικαλείται τον Καίσαρα.

Πρ ΚΕ-1. Φήστος ουν επιβάς τη επαρχία μετά τρεις ημέρας ανέβη εις Ιεροσόλυμα από Καισαρείας.
Πρ ΚΕ-2. ενεφάνισαν δε αυτώ ο αρχιερεύς και οι πρώτοι των Ιουδαίων κατά του Παύλου, και παρεκάλουν αυτόν,
Πρ ΚΕ-3. αιτούμενοι χάριν κατ’ αυτού, όπως μεταπέμψηται αυτόν εις Ιερουσαλήμ, ενέδραν ποιούντες ανελείν αυτόν κατά την οδόν.
Πρ ΚΕ-4. ο μεν ουν Φήστος απεκρίθη τηρείσθαι τον Παύλον εν Καισαρεία, εαυτόν δε μέλλειν εν τάχει εκπορεύεσθαι.
Πρ ΚΕ-5. οι ουν δυνατοί εν υμίν, φησί, συγκαταβάντες, ει τι έστιν εν τω ανδρί τούτω, κατηγορείτωσαν αυτού.
Πρ ΚΕ-6. Διατρίψας δε εν αυτοίς ημέρας πλείους ή δέκα, καταβάς εις Καισάρειαν, τη επαύριον καθίσας επί του βήματος εκέλευσε τον Παύλον αχθήναι.
Πρ ΚΕ-7. παραγενομένου δε αυτού περιέστησαν οι από Ιεροσολύμων καταβεβηκότες Ιουδαίοι, πολλά και βαρέα αιτιώματα φέροντες κατά του Παύλου, α ουκ ίσχυον αποδείξαι,
Πρ ΚΕ-8. απολογουμένου αυτού ότι ούτε εις τον νόμον των Ιουδαίων ούτε εις το ιερόν ούτε εις Καίσαρα τι ήμαρτον.
Πρ ΚΕ-9. ο Φήστος δε θέλων τοις Ιουδαίοις χάριν καταθέσθαι, αποκριθείς τω Παύλω είπε. θέλεις εις Ιερουσαλήμ αναβάς εκεί τούτων κρίνεσθαι επ’ εμού;
Πρ ΚΕ-10. είπε δε ο Παύλος. επί του βήματος Καίσαρος εστώς είμι, ου με δει κρίνεσθαι. Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα, ως και συ κάλλιον επιγινώσκεις.
Πρ ΚΕ-11. ει μεν γαρ αδικώ και άξιον θανάτου πέπραχα τι, ου παραιτούμαι του αποθανείν. ει δε ουδέν έστιν ων ούτοι κατηγορούσι μου, ουδείς με δύναται αυτοίς χαρίσασθαι. Καίσαρα επικαλούμαι.
Πρ ΚΕ-12. τότε ο Φήστος συλλαλήσας μετά του συμβουλίου απεκρίθη. Καίσαρα επικέκλησαι, επί Καίσαρα πορεύση.

Στίχοι 13-27. Ο Παύλος προ του Αγρίππα.


Πρ ΚΕ-13. Ημερών δε διαγενομένων τινών Αγρίππας ο βασιλεύς και Βερνίκη κατήντησαν εις Καισάρειαν ασπασόμενοι τον Φήστον.
Πρ ΚΕ-14. ως δε πλείους ημέρας διέτριβον εκεί, ο Φήστος τω βασιλεί ανέθετο τα κατά τον Παύλον λέγων. ανήρ τις εστί καταλελειμένος υπό Φήλικος δέσμιος,
Πρ ΚΕ-15. περί ου γενομένου μου εις Ιεροσόλυμα ενεφάνισαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων αιτούμενοι κατ’ αυτού δίκην.
Πρ ΚΕ-16. προς ους απεκρίθην ότι ουκ έστιν έθος Ρωμαίοις χαρίζεσθαι τινά άνθρωπον εις απώλειαν πριν ή ο κατηγορούμενος κατά πρόσωπον έχοι τους κατηγόρους τόπον τε απολογίας λάβοι περί του εγκλήματος.
Πρ ΚΕ-17. συνελθόντων ουν αυτών ενθάδε αναβολήν μηδεμίαν ποιησάμενος τη εξής καθίσας επί του βήματος εκέλευσα αχθήναι τον άνδρα.
Πρ ΚΕ-18. περί ου σταθέντες οι κατήγοροι ουδεμίαν αιτίαν επέφερον ων υπενόουν εγώ,
Πρ ΚΕ-19. ζητήματα δε τινά περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινός Ιησού τεθνηκότος, ον έφασκεν ο Παύλος ζην.
Πρ ΚΕ-20. απορούμενος δε εγώ την περί τούτου ζήτησιν έλεγον ει βούλοιτο πορεύεσθαι εις Ιεροσόλυμα κακεί κρίνεσθαι περί τούτων.
Πρ ΚΕ-21. του δε Παύλου επικαλεσαμένου τηρηθήναι αυτόν εις την του Σεβαστού διάγνωσιν, εκέλευσα τηρείσθαι αυτόν έως ου πέμψω αυτόν προς Καίσαρα.
Πρ ΚΕ-22. Αγρίππας δε προς τον Φήστον έφη. εβουλόμην και αυτός του ανθρώπου ακούσαι. ο δε, αύριον, φησίν, ακούση αυτού.
Πρ ΚΕ-23. Τη ουν επαύριον ελθόντος του Αγρίππα και της Βερνίκης μετά πολλής φαντασίας και εισελθόντων εις το ακροατήριον συν τε τοις χιλιάρχοις και ανδράσι τοις κατ’ εξοχήν ούσι της πόλεως, και κελεύσαντος του Φήστου ήχθη ο Παύλος.
Πρ ΚΕ-24. και φησίν ο Φήστος. Αγρίππα βασιλεύ και πάντες οι συμπαρόντες ημίν άνδρες, θεωρείτε τούτον περί ου παν το πλήθος των Ιουδαίων ενέτυχον μοι εν τε Ιεροσολύμοις και ενθάδε, επιβοώντες μη δειν ζην αυτόν μηκέτι.
Πρ ΚΕ-25. εγώ δε καταλαβόμενος μηδέν άξιον θανάτου αυτόν πεπραχέναι, και αυτού δε τούτου επικαλεσαμένου τον Σεβαστόν, έκρινα πέμπειν αυτόν.
Πρ ΚΕ-26. περί ου ασφαλές τι γράψαι τω κυρίω ουκ έχω. διό προήγαγον αυτόν εφ’ υμών και μάλιστα επί σου, βασιλεύ Αγρίππα, όπως της ανακρίσεως γενομένης σχω τι γράψαι.
Πρ ΚΕ-27. άλογον γαρ μοι δοκεί πέμποντα δέσμιον μη και τας κατ’ αυτού αιτίας σημάναι.

Κεφάλαιον ΚΣΤ΄.

Στίχοι 1-32. Ο Παύλος απολογείται προς τον Αγρίππαν, όστις τον θεωρεί αθώον.

Πρ ΚΣΤ-1. Αγρίππας δε προς τον Παύλον έφη. επιτρέπεται σοι υπέρ σεαυτού λέγειν. τότε ο Παύλος εκτείνας την χείρα απελογείτο.
Πρ ΚΣΤ-2. περί πάντων ων εγκαλούμαι υπό Ιουδαίων, βασιλεύ Αγρίππα, ήγημαι εμαυτόν μακάριον επί σου μέλλων απολογείσθαι σήμερον,
Πρ ΚΣΤ-3. μάλιστα γνώστην όντα σε πάντων των κατά Ιουδαίους εθών τε και ζητημάτων. διό δέομαι σου μακροθύμως ακούσαι μου.
Πρ ΚΣΤ-4. Την μεν ουν βίωσιν μου την εκ νεότητος την απ’ αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες οι Ιουδαίοι,
Πρ ΚΣΤ-5. προγινώσκοντες με άνωθεν, εάν θέλωσι μαρτυρείν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος.
Πρ ΚΣΤ-6. και νυν επ’ ελπίδι της προς τους πατέρας επαγγελίας γενομένης υπό του Θεού έστηκα κρινόμενος,
Πρ ΚΣΤ-7. εις ην το δωδεκάφυλον ημών εν εκτενεία νύκτα και ημέραν λατρεύον ελπίζει καταντήσαι. περί ης ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό των Ιουδαίων.
Πρ ΚΣΤ-8. τι άπιστον κρίνεται παρ’ υμίν ει ο Θεός νεκρούς εγείρει;
Πρ ΚΣΤ-9. εγώ μεν ουν έδοξα εμαυτώ προς το όνομα Ιησού του Ναζωραίου δειν πολλά εναντία πράξαι.
Πρ ΚΣΤ-10. ο και εποίησα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών, αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον,
Πρ ΚΣΤ-11. και κατά πάσας τας συναγωγάς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον βλασφημείν, περισσώς τε εμμαινόμενος αυτοίς εδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις.
Πρ ΚΣΤ-12. Εν οις και πορευόμενος εις την Δαμασκόν μετ’ εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων,
Πρ ΚΣΤ-13. ημέρας μέσης κατά την οδόν είδον, βασιλεύ, ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν με φως και τους συν εμοί πορευομένους.
Πρ ΚΣΤ-14. πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη Εβραΐδι διαλέκτω. Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν.
Πρ ΚΣΤ-15. εγώ δε είπον. τις ει, Κύριε; ο δε είπεν. εγώ είμι Ιησούς ον συ διώκεις.
Πρ ΚΣΤ-16. αλλά ανάστηθι και στήθι επί τους πόδας σου. εις τούτο γαρ ώφθην σοι, προχειρίσασθαι σε υπηρέτην και μάρτυρα ων τε είδες ων τε οφθήσομαι σοι,
Πρ ΚΣΤ-17. εξαιρούμενος σε εκ του λαού και των εθνών, εις ους εγώ σε αποστέλλω
Πρ ΚΣΤ-18. ανοίξαι οφθαλμούς αυτών, του επιστρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον Θεόν, του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον εν τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ.
Πρ ΚΣΤ-19. Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, ουκ εγενόμην απειθής τη ουρανίω οπτασία,
Πρ ΚΣΤ-20. αλλά τοις εν Δαμασκώ πρώτον και Ιεροσολύμοις, εις πάσαν τε την χώραν της Ιουδαίας και τοις έθνεσιν απαγγέλλω μετανοείν και επιστρέφειν επί τον Θεόν, άξια της μετανοίας έργα πράσσοντας.
Πρ ΚΣΤ-21. ένεκα τούτων με οι Ιουδαίοι συλλαβόμενοι εν τω ιερώ επειρώντο διαχειρίσασθαι.
Πρ ΚΣΤ-22. επικουρίας ουν τυχών της παρά του Θεού άχρι της ημέρας ταύτης έστηκα μαρτυρόμενος μικρώ τε και μεγάλω, ουδέν εκτός λέγων ων τε οι προφήται ελάλησαν μελλόντων γενέσθαι και Μωϋσής,
Πρ ΚΣΤ-23. ει παθητός ο Χριστός, ει πρώτος εξ αναστάσεως νεκρών φως μέλλει καταγγέλειν τω λαώ και τοις έθνεσι.
Πρ ΚΣΤ-24. Ταύτα δε αυτού απολογουμένου ο Φήστος μεγάλη τη φωνή έφη. μαίνη, Παύλε. τα πολλά σε γράμματα εις μανίαν περιτρέπει.
Πρ ΚΣΤ-25. ο δε, ου μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φήστε, αλλά αληθείας και σωφροσύνης ρήματα αποφθέγγομαι.
Πρ ΚΣΤ-26. επίσταται γαρ περί τούτων ο βασιλεύς, προς ον και παρρησιαζόμενος λαλώ. λανθάνειν γαρ αυτόν τι τούτων ου πείθομαι ουδέν. ου γαρ έστιν εν γωνία πεπραγμένον τούτο.
Πρ ΚΣΤ-27. πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις.
Πρ ΚΣΤ-28. ο δε Αγρίππας προς τον Παύλον έφη. εν ολίγω με πείθεις Χριστιανόν γενέσθαι.
Πρ ΚΣΤ-29. ο δε Παύλος είπεν. ευξαίμην αν τω Θεώ και εν ολίγω και εν πολλώ ου μόνον σε, αλλά και πάντας τους ακούοντας μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους οποίος καγώ ειμί, παρεκτός των δεσμών τούτων.
Πρ ΚΣΤ-30. Και ταύτα ειπόντος αυτού ανέστη ο βασιλεύς και ο ηγεμών η τε Βερνίκη και οι συγκαθήμενοι αυτοίς,
Πρ ΚΣΤ-31. και αναχωρήσαντες ελάλουν προς αλλήλους λέγοντες ότι ουδέν θανάτου άξιον ή δεσμών πράσσει ο άνθρωπος ούτος.
Πρ ΚΣΤ-32. Αγρίππας δε τω Φήστω έφη. απολελύσθαι εδύνατο ο άνθρωπος ούτος, ει μη επεκέκλητο Καίσαρα.

Κεφάλαιον ΚΖ΄.

Στίχοι 1-44. Το ταξίδιον του Παύλου εις Ρώμην και το ναυάγιον.


Πρ ΚΖ-1.Ως δε εκρίθη του αποπλείν ημάς εις την Ιταλίαν, παρεδίδουν τον τε Παύλον και τινάς ετέρους δεσμώτας εκατοντάρχη ονόματι Ιουλίω σπείρης Σεβαστής.
Πρ ΚΖ-2. επιβάντες δε πλοίω Αδραμυττηνώ μέλλοντες πλειν τους κατά την Ασίαν τόπους ανήχθημεν, όντος συν ημίν Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως,
Πρ ΚΖ-3. τη τε ετέρα κατήχθημεν εις Σιδώνα. φιλανθρώπως τε ο Ιούλιος τω Παύλω χρησάμενος επέτρεψε προς τους φίλους πορευθέντα επιμελείας τυχείν.
Πρ ΚΖ-4. κακείθεν αναχθέντες υπεπλεύσαμεν την Κύπρον δια το τους ανέμους είναι εναντίους,
Πρ ΚΖ-5. το τε πέλαγος το κατά την Κιλικίαν και Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εις Μύρα της Λυκίας.
Πρ ΚΖ-6. Κακεί ευρών ο εκατοντάρχης πλοίον Αλεξανδρίνον πλέον εις την Ιταλίαν ενεβίβασεν ημάς εις αυτό.
Πρ ΚΖ-7. εν ικαναίς δε ημέραις βραδυπλοούντες και μόλις γενόμενοι κατά την Κνίδον, μη προσεώντος ημάς του ανέμου, υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην,
Πρ ΚΖ-8. μόλις τε παραλεγόμενοι αυτήν ήλθομεν εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς λιμένας, ω εγγύς ην πόλις Λασαία.
Πρ ΚΖ-9. Ικανού δε χρόνου διαγενομένου και όντος ήδη επισφαλούς του πλοός δια το και την νηστείαν ήδη παρεληλυθέναι, παρήνει ο Παύλος
Πρ ΚΖ-10. λέγων αυτοίς. άνδρες, θεωρώ ότι μετά ύβρεως και πολλής ζημίας ου μόνον του φόρτου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών ημών μέλλειν έσεσθαι τον πλουν.
Πρ ΚΖ-11. ο δε εκατοντάρχης τω κυβερνήτη και τω ναυκλήρω επείθετο μάλλον ή τοις υπό του Παύλου λεγομένοις.
Πρ ΚΖ-12. ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν, ει πως δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον.
Πρ ΚΖ-13. Υποπνεύσαντος δε νότου δόξαντες της προθέσεως κεκρατηκέναι, άραντες άσσον παρελέγοντο την Κρήτην.
Πρ ΚΖ-14. μετ’ ου πολύ δε έβαλε κατ’ αυτής άνεμος τυφωνικός ο καλούμενος Ευροκλύδων.
Πρ ΚΖ-15. συναρπασθέντος δε του πλοίου και μη δυναμένου αντοφθαλμείν τω ανέμω επιδόντες εφερόμεθα.
Πρ ΚΖ-16 νησίον δε τι υποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι της σκάφης,
Πρ ΚΖ-17. ην άραντες βοηθείαις εχρώντο υποζωννύντες το πλοίον. φοβούμενοι τε μη εις την Σύρτιν εκπέσωσι, χαλάσαντες το σκεύος ούτως εφέροντο.
Πρ ΚΖ-18. σφοδρώς δε χειμαζομένων ημών τη εξής εκβολήν εποιούντο,
Πρ ΚΖ-19. και τη τρίτη αυτόχειρες την σκευήν του πλοίου ερρίψαμεν.
Πρ ΚΖ-20. μήτε δε ηλίου μήτε άστρων επιφαινόντων επί πλείονας ημέρας, χειμώνος τε ουκ ολίγου επικειμένου, λοιπόν περιηρείτο πάσα ελπίς του σώζεσθαι ημάς.
Πρ ΚΖ-21. Πολλής δε ασιτίας υπαρχούσης τότε σταθείς ο Παύλος εν μέσω αυτών είπεν. έδει μεν, ω άνδρες, πειθαρχήσαντας μοι μη ανάγεσθαι από της Κρήτης κερδήσαι τε την ύβριν ταύτην και την ζημίαν.
Πρ ΚΖ-22. και τα νυν παραινώ υμάς ευθυμείν. αποβολή γαρ ψυχής ουδεμία έσται εξ υμών πλην του πλοίου.
Πρ ΚΖ-23. παρέστη γαρ μοι τη νυκτί ταύτη άγγελος του Θεού ου ειμί, ω και λατρεύω,
Πρ ΚΖ-24. λέγων. μη φοβού, Παύλε. Καίσαρι σε δει παραστήναι. και ιδού κεχάρισται σοι ο Θεός πάντας τους πλέοντας μετά σου.
Πρ ΚΖ-25. διό ευθυμείτε, άνδρες. πιστεύω γαρ τω Θεώ ότι ούτως έσται καθ’ ον τρόπον λελάληται μοι.
Πρ ΚΖ-26. εις νήσον δε τινά δει ημάς εκπεσείν.
Πρ ΚΖ-27. Ως δε τεσσαρεσκαιδεκάτη νυξ εγένετο διαφερομένων ημών εν τω Αδρία, κατά μέσον της νυκτός υπενόουν οι ναύται προσάγειν τινά αυτοίς χώραν.
Πρ ΚΖ-28. και βολίσαντες εύρον οργυιάς είκοσι, βραχύ δε διαστήσαντες και πάλιν βολίσαντες εύρον οργυιάς δεκαπέντε.
Πρ ΚΖ-29. φοβούμενοι τε μήπως εις τραχείς τόπους εκπέσωμεν, εκ πρύμης ρίψαντες αγκύρας τέσσαρας ηύχοντο ημέραν γενέσθαι.
Πρ ΚΖ-30. Των δε ναυτών ζητούντων φυγείν εκ του πλοίου και χαλασάντων την σκάφην εις την θάλασσαν, προφάσει ως εκ πρώρας μελλόντων αγκύρας εκτείνειν,
Πρ ΚΖ-31. είπεν ο Παύλος τω εκατοντάρχη και τοις στρατιώταις. εάν μη ούτοι μείνωσιν εν τω πλοίω, υμείς σωθήναι ου δύνασθε.
Πρ ΚΖ-32. τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν.
Πρ ΚΖ-33. Άχρι δε ου έμελλεν ημέρα γίνεσθαι, παρεκάλει ο Παύλος άπαντας μεταλαβείν τροφής λέγων. τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ημέραν προσδοκώντες άσιτοι διατελείτε, μηδέν προσλαβόμενοι.
Πρ ΚΖ-34. διό παρακαλώ υμάς μεταλαβείν τροφής. τούτο γαρ προς της υμετέρας σωτηρίας υπάρχει. ουδενός γαρ υμών θριξ εκ της κεφαλής πεσείται.
Πρ ΚΖ-35. ειπών δε ταύτα και λαβών άρτον ευχαρίστησε τω Θεώ ενώπιον πάντων, και κλάσας ήρξατο εσθίειν.
Πρ ΚΖ-36. εύθυμοι δε γενόμενοι πάντες και αυτοί προσελάβοντο τροφής.
Πρ ΚΖ-37. ήμεν δε εν τω πλοίω αι πάσαι ψυχαί διακόσιαι εβδομήκοντα εξ.
Πρ ΚΖ-38. κορεσθέντες δε τροφής εκούφιζον το πλοίον εκβαλλόμενοι τον σίτον εις την θάλασσαν.
Πρ ΚΖ-39. Ότε δε ημέρα εγένετο, την γην ουκ επεγίνωσκον, κόλπον δε τινά κατενόουν έχοντα αιγιαλόν, εις ον εβουλεύσαντο, ει δύναιντο, εξώσαι το πλοίον.
Πρ ΚΖ-40. και τας αγκύρας περιελόντες είων εις την θάλασσαν άμα ανέντες τας ζευκτηρίας των πηδαλίων, και επάραντες τον αρτέμωνα τη πνεούση κατείχον εις τον αιγιαλόν.
Πρ ΚΖ-41. περιπεσόντες δε εις τόπον διθάλασσον επώκειλαν την ναυν, και η μεν πρώρα ερείσασα έμεινεν ασάλευτος, η δε πρύμνα ελύετο υπό της βίας των κυμάτων.
Πρ ΚΖ-42. των δε στρατιωτών βουλή εγένετο ίνα τους δεσμώτας αποκτείνωσι, μη τις εκκολυμβήσας διαφύγοι.
Πρ ΚΖ-43. ο δε εκατοντάρχης βουλόμενος διασώσαι τον Παύλον εκώλυσεν αυτούς του βουλήματος, εκέλευσε τε τους δυναμένους κολυμβάν απορρίψαντας πρώτους επί την γην εξιέναι,
Πρ ΚΖ-44. και τους λοιπούς ους μεν επί σανίσιν, ους δε επί τινών των από του πλοίου. και ούτως εγένετο πάντας διασωθήναι επί την γην.

Κεφάλαιον ΚΗ΄.

Στίχοι 1-16. Ο Παύλος εις Μελίτην και εκείθεν εις Ρώμην.

Πρ ΚΗ-1. Και διασωθέντες τότε επέγνωσαν ότι Μελίτη η νήσος καλείται.
Πρ ΚΗ-2. οι δε βάρβαροι παρείχον ου την τυχούσαν φιλανθρωπίαν ημίν. ανάψαντες γαρ πυράν προσελάβοντο πάντας ημάς δια τον υετόν τον εφεστώτα και δια το ψύχος.
Πρ ΚΗ-3. συστρέψαντος δε του Παύλου φρυγάνων πλήθος και επιθέντος επί την πυράν, έχιδνα από της θέρμης διεξελθούσα καθήψε της χειρός αυτού.
Πρ ΚΗ-4. ως δε είδον οι βάρβαροι κρεμάμενον το θηρίον εκ της χειρός αυτού, έλεγον προς αλλήλους. πάντως φονεύς έστιν ο άνθρωπος ούτος, ον διασωθέντα εκ της θαλάσσης η Δίκη ζην ουκ είασεν.
Πρ ΚΗ-5. ο μεν ουν αποτινάξας το θηρίον εις το πυρ έπαθεν ουδέν κακόν.
Πρ ΚΗ-6. οι δε προσεδόκων αυτόν μέλλειν πίμπρασθαι ή καταπίπτειν άφνω νεκρόν. επί πολύ δε αυτών προσδοκώντων και θεωρούντων μηδέν άτοπον εις αυτόν γινόμενον, μεταβαλλόμενοι έλεγον Θεόν αυτόν είναι.
Πρ ΚΗ-7. Εν δε τοις περί τον τόπον εκείνον υπήρχε χωρία τω πρώτω της νήσου ονόματι Ποπλίω, ος αναδεξάμενος ημάς τρεις ημέρας φιλοφρόνως εξένισεν.
Πρ ΚΗ-8. εγένετο δε τον πατέρα του Ποπλίου πυρετοίς και δυσεντερίω συνεχόμενον κατακείσθαι. προς ον ο Παύλος εισελθών και προσευξάμενος και επιθείς τας χείρας αυτώ ιάσατο αυτόν.
Πρ ΚΗ-9. τούτου ουν γενομένου και οι λοιποί οι έχοντες ασθενείας εν τη νήσω προσήρχοντο και εθεραπεύοντο.
Πρ ΚΗ-10. οι και πολλαίς τιμαίς ετίμησαν ημάς και αναγομένοις επέθεντο τα προς την χρείαν.
Πρ ΚΗ-11. Μετά δε τρεις μήνας ανήχθημεν εν πλοίω παρακεχειμακότι εν τη νήσω, Αλεξανδρίνω, παρασήμω Διοσκούροις,
Πρ ΚΗ-12. και καταχθέντες εις Συρακούσας επεμείναμεν ημέρας τρεις.
Πρ ΚΗ-13. όθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εις Ρήγιον, και μετά μίαν ημέραν επιγενομένου νότου δευτεραίοι ήλθομεν εις Ποτιόλους.
Πρ ΚΗ-14. ου ευρόντες αδελφούς παρεκλήθημεν επ’ αυτοίς επιμείναι ημέρας επτά, και ούτως εις την Ρώμην ήλθομεν.
Πρ ΚΗ-15. κακείθεν οι αδελφοί ακούσαντες τα περί ημών εξήλθον εις απάντησιν ημίν άχρις Αππίου φόρου και Τριών ταβερνών, ους ιδών ο Παύλος ευχαριστήσας τω Θεώ έλαβε θάρσος.
Πρ ΚΗ-16. Ότε δε ήλθομεν εις Ρώμην, ο εκατοντάρχης παρέδωκε τους δεσμίους τω στρατοπεδάρχη. τω δε Παύλω επετράπη μένειν καθ’ εαυτόν συν τω φυλάσσοντι αυτόν στρατιώτη.

Στίχοι 17-31. Συνδιαλέξεις του Παύλου μετά των προκρίτων Ιουδαίων. Επί δύο έτη δέσμιος κηρύττει τον Χριστόν.

Πρ ΚΗ-17. Εγένετο δε μετά ημέρας τρεις συγκαλέσασθαι τον Παύλον τους όντας των Ιουδαίων πρώτους. συνελθόντων δε αυτών έλεγε προς αυτούς. άνδρες αδελφοί, εγώ ουδέν εναντίον ποιήσας τω λαώ ή τοις έθεσι τοις πατρώοις δέσμιος εξ Ιεροσολύμων παρεδόθην εις τας χείρας των Ρωμαίων.
Πρ ΚΗ-18. οίτινες ανακρίναντες με εβούλοντο απολύσαι δια το μηδεμίαν αιτίαν θανάτου υπάρχειν εν εμοί.
Πρ ΚΗ-19. αντιλεγόντων δε των Ιουδαίων ηναγκάσθην επικαλέσασθαι Καίσαρα, ουχ ως του έθνους μου έχων τι κατηγορήσαι.
Πρ ΚΗ-20. δια ταύτην ουν την αιτίαν παρεκάλεσα υμάς ιδείν και προσλαλήσαι. ένεκεν γαρ της ελπίδος του Ισραήλ την άλυσιν ταύτην περίκειμαι.
Πρ ΚΗ-21. οι δε προς αυτόν είπον. ημείς ούτε γράμματα περί σου εδεξάμεθα από της Ιουδαίας, ούτε παραγενόμενος τις των αδελφών απήγγειλεν ή ελάλησε τι περί σου πονηρόν.
Πρ ΚΗ-22. αξιούμεν δε παρά σου ακούσαι α φρονείς. περί μεν γαρ της αιρέσεως ταύτης γνωστόν έστιν ημίν ότι πανταχού αντιλέγεται.
Πρ ΚΗ-23. Ταξάμενοι δε αυτώ ημέραν ήκον προς αυτόν εις την ξενίαν πλείονες, οις εξετίθετο διαμαρτυρόμενος την βασιλείαν του Θεού πείθων τε αυτούς τα περί του Ιησού από τε του νόμου Μωϋσέως και των προφητών από πρωΐ έως εσπέρας.
Πρ ΚΗ-24. και οι μεν επείθοντο τοις λεγομένοις, οι δε ηπίστουν.
Πρ ΚΗ-25. ασύμφωνοι δε όντες προς αλλήλους απελύοντο, ειπόντος του Παύλου ρήμα εν, ότι καλώς το Πνεύμα το Άγιον ελάλησε δια Ησαΐου του προφήτου προς τους πατέρας ημών
Πρ ΚΗ-26. λέγον. πορεύθητι προς τον λαόν τούτον και είπον. ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε.
Πρ ΚΗ-27. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς.
Πρ ΚΗ-28. γνωστόν ουν έστω υμίν ότι τοις έθνεσιν απεστάλη τούτο το σωτήριον του Θεού, αυτοί και ακούσονται.
Πρ ΚΗ-29. και ταύτα αυτού ειπόντος απήλθον οι Ιουδαίοι πολλήν έχοντες εν εαυτοίς συζήτησιν.
Πρ ΚΗ-30. Έμεινε δε ο Παύλος διετίαν όλην εν ιδίω μισθώματι και απεδέχετο πάντας τους εισπορευομένους προς αυτόν,
Πρ ΚΗ-31. κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού και διδάσκων τα περί του Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως. -

~ ** ΠΡΟΣ ΚΟΛΑΣΣΑΕΙΣ

Κεφάλαιον Α!

Στίχοι 1-14. Ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεόν δια την πίστιν των Κολασσαέων και προσεύχεται δι’ αυτούς.

ΚλΑ-1. Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού και Τιμόθεος ο αδελφός,
ΚλΑ-2. τοις εν Κολασσαίς αγίοις και πιστοίς αδελφοίς εν Χριστώ. χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.
ΚλΑ-3. Ευχαριστούμεν τω Θεώ και πατρί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε περί υμών προσευχόμενοι,
ΚλΑ-4. ακούσαντες την πίστιν υμών εν Χριστώ Ιησού και την αγάπην την εις πάντας τους αγίους,
ΚλΑ-5. δια την ελπίδα την αποκειμένην υμίν εν τοις ουρανοίς, ην προηκούσατε εν τω λόγω της αληθείας του ευαγγελίου
ΚλΑ-6. του παρόντος εις υμάς, καθώς και εν παντί τω κόσμω και έστι καρποφορούμενον και αυξανόμενον καθώς και εν υμίν, αφ’ ης ημέρας ηκούσατε και επέγνωτε την χάριν του Θεού εν αληθεία,
ΚλΑ-7. καθώς και εμάθετε από Επαφρά του αγαπητού συνδούλου ημών, ος έστι πιστός υπέρ υμών διάκονος του Χριστού,
ΚλΑ-8. ο και δηλώσας ημίν την υμών αγάπην εν Πνεύματι.
ΚλΑ-9. Δια τούτο και ημείς, αφ’ ης ημέρας ηκούσαμεν, ου παυόμεθα υπέρ υμών προσευχόμενοι και αιτούμενοι ίνα πληρωθήτε την επίγνωσιν του θελήματος αυτού εν πάση σοφία και συνέσει πνευματική,
ΚλΑ-10. περιπατήσαι υμάς αξίως του Κυρίου εις πάσαν αρέσκειαν, εν παντί έργω αγαθώ καρποφορούντες και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού,
ΚλΑ-11. εν πάση δυνάμει δυναμούμενοι κατά το κράτος της δόξης αυτού εις πάσαν υπομονήν και μακροθυμίαν, μετά χαράς
ΚλΑ-12. ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί,
ΚλΑ-13. ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού,
ΚλΑ-14. εν ω έχομεν την απολύτρωσιν, την άφεσιν των αμαρτιών.

Στίχοι 15-20. Η ασύγκριτος υπεροχή και το μεγαλείον του Χριστού.

ΚλΑ-15. ος έστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως,
ΚλΑ-16. ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι. τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται.
ΚλΑ-17. και αυτός έστι προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε,
ΚλΑ-18. και αυτός έστιν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας. ος έστιν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων,
ΚλΑ-19. ότι εν αυτώ ευδόκησε πάν το πλήρωμα κατοικήσαι
ΚλΑ-20. και δι’ αυτού αποκαταλλάξαι τα πάντα εις αυτόν, ειρηνοποιήσας δια του αίματος του σταυρού αυτού, δι’ αυτού είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς.

Στίχοι 21-29. Η θεία βουλή της απολυτρώσεως και οι Κολασσαείς.

ΚλΑ-21. και υμάς ποτέ όντας απηλλοτριωμένους και εχθρούς τη διανοία εν τοις έργοις πονηροίς,
ΚλΑ-22. νυνί δε αποκατήλλαξεν εν τω σώματι της σαρκός αυτού δια του θανάτου, παραστήσαι υμάς αγίους και αμώμους και ανεγκλήτους κατενώπιον αυτού,
ΚλΑ-23. ει γε επιμένετε τη πίστει τεθεμελιωμένοι και εδραίοι και μη μετακινούμενοι από της ελπίδος του ευαγγελίου ου ηκούσατε, του κηρυχθέντος εν πάση τη κτίσει τη υπό τον ουρανόν, ου εγενόμην εγώ Παύλος διάκονος.
ΚλΑ-24. Νυν χαίρω εν τοις παθήμασι μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η εκκλησία,
ΚλΑ-25. ης εγενόμην εγώ διάκονος κατά την οικονομίαν του Θεού την δοθείσαν μοι εις υμάς, πληρώσαι τον λόγον του Θεού,
ΚλΑ-26. το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και από των γενεών, νυνί δε εφανερώθη τοις αγίοις αυτού,
ΚλΑ-27. οις ηθέλησεν ο Θεός γνωρίσαι τις ο πλούτος της δόξης του μυστηρίου τούτου εν τοις έθνεσιν, ος έστι Χριστός εν υμίν, η ελπίς της δόξης.
ΚλΑ-28. ον ημείς καταγγέλλομεν νουθετούντες πάντα άνθρωπον και διδάσκοντες πάντα άνθρωπον εν πάση σοφία, ίνα παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού.
ΚλΑ-29. εις ο και κοπιώ αγωνιζόμενος κατά την ενέργειαν αυτού την ενεργουμένην εν εμοί εν δυνάμει.

Κεφάλαιον Β!

Στίχοι 1-23. Ο Παύλος εφιστά την προσοχήν των Κολασσαέων έναντι των ψευδοδιδασκάλων.

ΚλΒ-1. Θέλω γαρ υμάς ειδέναι ηλίκον αγώνα έχω περί υμών και των εν Λαοδικεία και όσοι ουχ εωράκασι το πρόσωπον μου εν σαρκί,
ΚλΒ-2. ίνα παρακληθώσιν αι καρδίαι αυτών, συμβιβασθέντων εν αγάπη και εις πάντα πλούτον της πληροφορίας της συνέσεως, εις επίγνωσιν του μυστηρίου του Θεού και πατρός και του Χριστού,
ΚλΒ-3. εν ω είσι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι.
ΚλΒ-4. Τούτο δε λέγω ίνα μη τις υμάς παραλογίζηται εν πιθανολογία.
ΚλΒ-5. ει γαρ και τη σαρκί άπειμι, αλλά τω πνεύματι συν υμίν είμι, χαίρων και βλέπων υμών την τάξιν και το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως υμών.
ΚλΒ-6. Ως ουν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε,
ΚλΒ-7. ερριζωμένοι και εποικοδομούμενοι εν αυτώ και βεβαιούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε, περισσεύοντες εν αυτή εν ευχαριστία.
ΚλΒ-8. Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν.
ΚλΒ-9. ότι εν αυτώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς,
ΚλΒ-10. και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ος έστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας,
ΚλΒ-11. εν ω και περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού,
ΚλΒ-12. συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι, εν ω και συνηγέρθητε δια της πίστεως της ενεργείας του Θεού του εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών.
ΚλΒ-13. και υμάς, νεκρούς όντας εν τοις παραπτώμασι και τη ακροβυστία της σαρκός υμών, συνεζωοποίσεν υμάς συν αυτώ, χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα,
ΚλΒ-14. εξαλείψας το καθ’ ημών χειρόγραφον τοις δόγμασιν, ο ην υπεναντίον ημίν, και αυτό ήρεν εκ του μέσου προσηλώσας αυτό τω σταυρώ.
ΚλΒ-15. απεκδυσάμενος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ.
ΚλΒ-16. Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων,
ΚλΒ-17. α έστι σκιά των μελλόντων, το δε σώμα Χριστού.
ΚλΒ-18. μηδείς υμάς καταβραβεύετω θέλων εν ταπεινοφροσύνη και θρησκεία των αγγέλων, α μη εώρακεν εμβατεύων, εική φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού,
ΚλΒ-19. και ου κρατών την κεφαλήν, εξ ου πάν το σώμα δια των αφών και συνδέσμων επιχορηγούμενον και συμβιβαζόμενον αύξει την αύξησιν του Θεού.
ΚλΒ-20. Ει ουν απεθάνετε συν τω Χριστώ από των στοιχείων του κόσμου, τι ως ζώντες εν κόσμω δογματίζεσθε,
ΚλΒ-21. μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης,
ΚλΒ-22. --- α έστι πάντα εις φθοράν τη αποχρήσει, --- κατά τα εντάλματα και διδασκαλίας των ανθρώπων;
ΚλΒ-23. άτινα εστί λόγον μεν έχοντα σοφίας εν εθελοθρησκεία και ταπεινοφροσύνη και αφειδία σώματος, ουκ εν τιμή τινι προς πλησμονήν της σαρκός.

Κεφάλαιον Γ!

Στίχοι 1-17. Πώς πρέπει να ζη ο Χριστιανός την νέαν ζωήν.


ΚλΓ-1. Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος,
ΚλΓ-2. τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης.
ΚλΓ-3. απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ.
ΚλΓ-4. όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη.
ΚλΓ-5. Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία,
ΚλΓ-6. δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας,
ΚλΓ-7. εν οις και υμείς περιπατήσατε ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς.
ΚλΓ-8. νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών.
ΚλΓ-9. μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού
ΚλΓ-10. και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν,
ΚλΓ-11. όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός.
ΚλΓ-12. Ενδύσασθε ουν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμού, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν,
ΚλΓ-13. ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς εάν τις προς τινά έχη μομφήν. καθώς και ο Χριστός εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς.
ΚλΓ-14. επί πάσι δε τούτοις την αγάπην, ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος.
ΚλΓ-15. και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ην και εκλήθητε εν ενί σώματι. και ευχάριστοι γίνεσθε.
ΚλΓ-16. ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως, εν πάση σοφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, εν χάριτι άδοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω.
ΚλΓ-17. και πάν ό,τι αν ποιήτε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί δι’ αυτού.

Στίχοι 18-25. Τα καθήκοντα των συζύγων γονέων και τέκνων, κυρίων και δούλων.

ΚλΓ-18. Αι γυναίκες υποτάσσεσθε τοις ανδράσιν, ως ανήκεν εν Κυρίω.
ΚλΓ-19. Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς.
ΚλΓ-20. τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσι κατά πάντα. τούτο γαρ έστιν ευάρεστον τω Κυρίω.
ΚλΓ-21. Οι πατέρες μη ερεθίζετε τα τέκνα υμών, ίνα μη αθυμώσιν.
ΚλΓ-22. Οι δούλοι υπακούετε κατά πάντα τοις κατά σάρκα κυρίοις, μη εν οφθαλμοδουλίαις, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ εν απλότητι καρδίας, φοβούμενοι τον Θεόν.
ΚλΓ-23. και πάν ό,τι εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις,
ΚλΓ-24. ειδότες ότι από Κυρίου απολήψεσθε την ανταπόδοσιν της κληρονομίας. τω γαρ Κυρίω Χριστώ δουλεύετε.
ΚλΓ-25. ο δε αδικών κομιείται ο ηδίκησε, και ουκ έστι προσωποληψία.

Κεφάλαιον Δ!

ΚλΔ-1. Οι κύριοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε, ειδότες ότι και υμείς έχετε Κύριον εν ουρανοίς.

Στίχοι 2-6. Προτροπαί δια προσευχήν και συνετήν συμπεριφοράν.

ΚλΔ-2. Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία,
ΚλΔ-3. προσευχόμενοι άμα και περί ημών, ίνα ο Θεός ανοίξη ημίν θύραν του λόγου, λαλήσαι το μυστήριον του Χριστού, δι’ ο και δέδεμαι,
ΚλΔ-4. ίνα φανερώσω αυτό ως δει με λαλήσαι.
ΚλΔ-5. Εν σοφία περιπατείτε προς τους έξω, τον καιρόν εξαγοραζόμενοι.
ΚλΔ-6. ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πώς δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι.

Στίχοι 7-18. Προσωπικαί πληροφορίαι του Αποστόλου και χαιρετισμοί.

ΚλΔ-7. Τα κατ’ εμέ πάντα γνωρίσει υμίν Τυχικός ο αγαπητός αδελφός και πιστός διάκονος και σύνδουλος εν Κυρίω,
ΚλΔ-8. ον έπεμψα προς υμάς εις αυτό τούτο, ίνα γνω τα περί υμών και παρακαλέση τας καρδίας υμών,
ΚλΔ-9. συν Ονησίμω τω πιστώ και αγαπητώ αδελφώ, ος έστιν εξ υμών. πάντα υμίν γνωριούσι τα ώδε.
ΚλΔ-10. Ασπάζεται υμάς Αρίσταρχος ο συναιχμάλωτος μου, και Μάρκος ο ανεψιός Βαρνάβα, --- περί ου ελάβετε εντολάς. εάν έλθη προς υμάς, δέξασθε αυτόν, ---
ΚλΔ-11. και Ιησούς ο λεγόμενος Ιούστος, οι όντες εκ περιτομής, ούτοι μόνοι συνεργοί εις την βασιλείαν του Θεού, οίτινες εγενήθησαν μοι παρηγορία.
ΚλΔ-12. ασπάζεται υμάς Επαφράς ο εξ υμών, δούλος Χριστού, πάντοτε αγωνιζόμενος υπέρ υμών εν ταις προσευχαίς, ίνα στήτε τέλειοι και πεπληρωμένοι εν παντί θελήματι του Θεού.
ΚλΔ-13. μαρτυρώ γαρ αυτώ ότι έχει ζήλον πολύν υπέρ υμών και των εν Λαοδικεία και των εν Ιεραπόλει.
ΚλΔ-14. ασπάζεται υμάς Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός και Δημάς.
ΚλΔ-15. ασπάσασθε τους εν Λαοδικεία αδελφούς και Νυμφάν και την κατ’ οίκον αυτού εκκλησίαν.
ΚλΔ-16. και όταν αναγνωσθή παρ’ υμίν η επιστολή, ποιήσατε ίνα και εν τη Λαοδικέων εκκλησία αναγνωσθή, και την εκ Λαοδικείας ίνα και υμείς αναγνώτε.
ΚλΔ-17. και είπατε Αρχίππω. βλέπε την διακονίαν ην παρέλαβες εν Κυρίω, ίνα αυτήν πληροίς.
ΚλΔ-18. Ο ασπασμός τη εμή χειρί Παύλου, μνημονεύετε μου των δεσμών. Η χάρις μεθ’ υμών. αμήν.-

~ ** ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α!

Κεφάλαιον Α!

Στίχοι 1-10. Ευχαριστεί τον Θεόν δια τους εν Θεσσαλονίκη Χριστιανούς.


Α΄ΘσΑ-1. Παύλος και Σιλουανός και Τιμόθεος τη εκκλησία Θεσσαλονικέων εν Θεώ πατρί και Κυρίω Ιησού Χριστώ. χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.
Α΄ΘσΑ-2. Ευχαριστούμεν τω Θεώ πάντοτε περί πάντων υμών μνείαν υμών ποιούμενοι επί των προσευχών ημών,
Α΄ΘσΑ-3. αδιαλείπτως μνημονεύοντες υμών του έργου της πίστεως και του κόπου της αγάπης και της υπομονής της ελπίδος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έμπροσθεν του Θεού και πατρός ημών,
Α΄ΘσΑ-4. ειδότες, αδελφοί ηγαπημένοι υπό Θεού, την εκλογήν υμών,
Α΄ΘσΑ-5. ότι το ευαγγέλιον ημών ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά και εν δυνάμει και εν Πνεύματι Αγίω και εν πληροφορία πολλή, καθώς οίδατε οίοι εγενήθημεν εν υμίν δι’ υμάς.
Α΄ΘσΑ-6. και υμείς μιμηταί ημών εγενήθητε και του Κυρίου δεξάμενοι τον λόγον εν θλίψει πολλή μετά χαράς Πνεύματος Αγίου,
Α΄ΘσΑ-7. ώστε γενέσθαι υμάς τύπους πάσι τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα.
Α΄ΘσΑ-8. αφ’ υμών γαρ εξήχηται ο λόγος του Κυρίου. ου μόνον εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα, αλλά και εν παντί τόπω η πίστις υμών η προς τον Θεόν εξελήλυθεν, ώστε μη χρείαν ημάς έχειν λαλείν τι.
Α΄ΘσΑ-9. αυτοί γαρ περί ημών απαγγέλουσιν οποίαν είσοδον έσχομεν προς υμάς, και πώς επεστρέψατε προς τον Θεόν από των ειδώλων δουλεύειν Θεώ ζώντι και αληθινώ,
Α΄ΘσΑ-10. και αναμένειν τον υιόν αυτού εκ των ουρανών, ον ήγειρεν εκ των νεκρών, Ιησούν τον ρυόμενον ημάς από της οργής της ερχομένης.

Κεφάλαιον Β!

Στίχοι 1-12. Το έργον του Παύλου και των συνεργών του εν Θεσσαλονίκη.

Α΄ΘσΒ-1. Αυτοί γαρ οίδατε, αδελφοί, την είσοδον ημών την προς υμάς ότι ου κενή γέγονεν,
Α΄ΘσΒ-2. αλλά προπαθόντες και υβρισθέντες, καθώς οίδατε, εν Φιλίπποις, επαρρησιασάμεθα εν τω Θεώ ημών λαλήσαι προς υμάς το ευαγγέλιον του Θεού εν πολλώ αγώνι.
Α΄ΘσΒ-3. η γαρ παράκλησις ημών ουκ εκ πλάνης ουδέ εξ ακαθαρσίας, ούτε εν δόλω,
Α΄ΘσΒ-4. αλλά καθώς δεδοκιμάσμεθα υπό του Θεού πιστευθήναι το ευαγγέλιον, ούτω λαλούμεν, ουχ ως ανθρώποις αρέσκοντες, αλλά τω Θεώ τω δοκιμάζοντι τας καρδίας ημών.
Α΄ΘσΒ-5. ούτε γαρ ποτέ εν λόγω κολακείας εγενήθημεν, καθώς οίδατε, ούτε εν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς,
Α΄ΘσΒ-6. ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν, ούτε αφ’ υμών ούτε από άλλων, δυνάμενοι εν βάρει είναι ως Χριστού απόστολοι,
Α΄ΘσΒ-7. αλλ’ εγενήθημεν ήπιοι εν μέσω υμών, ως αν τροφός θάλπη τα εαυτής τέκνα.
Α΄ΘσΒ-8. ούτως ομειρόμενοι υμών ευδοκούμεν μεταδούναι υμίν ου μόνον το ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας εαυτών ψυχάς, διότι αγαπητοί ημίν γεγένησθε.
Α΄ΘσΒ-9. μνημονεύετε γαρ, αδελφοί, τον κόπον ημών και τον μόχθον. νυκτός γαρ και ημέρας εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαι τινά υμών εκηρύξαμεν εις υμάς το ευαγγέλιον του Θεού.
Α΄ΘσΒ-10. υμείς μάρτυρες και ο Θεός ως οσίως και δικαίως και αμέμπτως υμίν τοις πιστεύουσιν εγενήθημεν,
Α΄ΘσΒ-11. καθάπερ οίδατε ως ένα έκαστον υμών ως πατήρ τέκνα εαυτού παρακαλούντες υμάς και παραμυθούμενοι
Α΄ΘσΒ-12. και μαρτυρόμενοι εις το περιπατήσαι υμάς αξίως του Θεού του καλούντος υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν.

Στίχοι 13-16. Ο ζήλος των Θεσσαλονικέων.

Α΄ΘσΒ-13. Δια τούτο και ημείς ευχαριστούμεν τω Θεώ αδιαλείπτως, ότι παραλαβόντες λόγον ακοής παρ’ ημών του Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων, αλλά καθώς έστιν αληθώς, λόγον Θεού, ος και ενεργείται εν υμίν τοις πιστεύουσιν.
Α΄ΘσΒ-14. υμείς γαρ μιμηταί εγενήθητε, αδελφοί των εκκλησιών του Θεού των ουσών εν τη Ιουδαία εν Χριστώ Ιησού, ότι τα αυτά επάθετε και υμείς υπό των ιδίων συμφυλετών καθώς και αυτοί υπό των Ιουδαίων,
Α΄ΘσΒ-15. των και τον Κύριον αποκτεινάντων Ιησούν και τους ιδίους προφήτας, και ημάς εκδιωξάντων, και Θεώ μη αρεσκόντων, και πάσιν ανθρώποις εναντίων,
Α΄ΘσΒ-16. κωλυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σωθώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε. έφθασε δε έπ' αυτούς η οργή εις τέλος.

Στίχοι 17-20. Σφοδρά επιθυμία του Παύλου να επανέλθη εις Θεσσαλονίκην.

Α΄ΘσΒ-17. Ημείς δε, αδελφοί, απορφανισθέντες αφ’ υμών προς καιρόν ώρας, προσώπω ου καρδία, περισσοτέρως εσπουδάσαμεν το πρόσωπον υμών ιδείν εν πολλή επιθυμία.
Α΄ΘσΒ-18. διό ηθελήσαμεν ελθείν προς υμάς, εγώ μεν Παύλος και άπαξ και δις, και ενέκοψεν ημάς ο σατανάς.
Α΄ΘσΒ-19. τις γαρ ημών ελπίς ή χαρά ή στέφανος καυχήσεως ή ουχί και υμείς έμπροσθεν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν τη αυτού παρουσία;
Α΄ΘσΒ-20. υμείς γαρ έστε η δόξα ημών και χαρά.


Κεφάλαιον Γ!

Στίχοι 1-5. Επειδή ο ίδιος ημποδίσθη, έστειλε τον Τιμόθεον.

Α΄ΘσΓ-1. Διό μηκέτι στέγοντες ευδοκήσαμεν καταλειφθήναι εν Αθήναις μόνοι,
Α΄ΘσΓ-2. και επέμψαμεν Τιμόθεον, τον αδελφόν ημών και διάκονον του Θεού και συνεργόν ημών εν τω ευαγγελίω του Χριστού, εις το στηρίξαι υμάς και παρακαλέσαι υμάς περί της πίστεως υμών,
Α΄ΘσΓ-3. το μηδένα σαίνεσθαι εν ταις θλίψεσι ταύταις. αυτοί γαρ οίδατε ότι εις τούτο κείμεθα.
Α΄ΘσΓ-4. και γαρ ότε προς υμάς ήμεν, προελέγομεν υμίν ότι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθώς και εγένετο και οίδατε.
Α΄ΘσΓ-5. δια τούτο καγώ μηκέτι στέγων έπεμψα εις το γνώναι την πίστιν υμών, μήπως επείρασεν υμάς ο πειράζων και εις κενόν γένηται ο κόπος ημών.

Στίχοι 6-13. Αι καλαί ειδήσεις του Τιμοθέου παρηγόρησαν τον Απόστολον.

Α΄ΘσΓ-6. Άρτι δε ελθόντος Τιμοθέου προς ημάς αφ’ υμών και ευαγγελισαμένου ημίν την πίστιν και την αγάπην υμών, και ότι έχετε μνείαν ημών αγαθήν πάντοτε, επιποθούντες ημάς ιδείν καθάπερ και ημείς υμάς,
Α΄ΘσΓ-7. δια τούτο παρεκλήθημεν, αδελφοί, εφ’ υμίν επί πάση τη θλίψει και ανάγκη ημών, δια της υμών πίστεως.
Α΄ΘσΓ-8. ότι νυν ζώμεν, εάν υμείς στήκετε εν Κυρίω.
Α΄ΘσΓ-9. τίνα γαρ ευχαριστίαν δυνάμεθα τω Θεώ ανταποδούναι περί υμών επί πάση τη χαρά η χαίρομεν δι΄ υμάς έμπροσθεν του Θεού ημών,
Α΄ΘσΓ-10. νυκτός και ημέρας υπερεκπερισσού δεόμενοι εις το ιδείν υμών το πρόσωπον και καταρτίσαι τα υστερήματα της πίστεως υμών;
Α΄ΘσΓ-11. Αυτός δε ο Θεός και πατήρ ημών και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κατευθύναι την οδόν ημών προς υμάς.
Α΄ΘσΓ-12. υμάς δε ο Κύριος πλεονάσαι και περισσεύσαι τη αγάπη εις αλλήλους και εις πάντας, καθάπερ και ημείς εις υμάς,
Α΄ΘσΓ-13. εις το στηρίξαι υμών τας καρδίας αμέμπτους εν αγιωσύνη έμπροσθεν του Θεού και πατρός ημών εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων των αγίων αυτού.

Κεφάλαιον Δ!

Στίχοι1-8. Προτροπαί ίνα έχουν αγνά ήθη.

Α΄ΘσΔ-1. Το λοιπόν ουν, αδελφοί, ερωτώμεν υμάς και παρακαλούμεν εν Κυρίω Ιησού, καθώς παρελάβετε παρ’ ημών το πώς δει υμάς περιπατείν και αρέσκειν Θεώ, ίνα περισσεύητε μάλλον.
Α΄ΘσΔ-2. οίδατε γαρ τινάς παραγγελίας εδώκαμεν υμίν δια του Κυρίου Ιησού.
Α΄ΘσΔ-3. Τούτο γαρ έστι θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών, απέχεσθαι υμάς από της πορνείας,
Α΄ΘσΔ-4. ειδέναι έκαστον υμών το εαυτού σκεύος κτάσθαι εν αγιασμώ και τιμή,
Α΄ΘσΔ-5. μη εν πάθει επιθυμίας καθάπερ και τα έθνη τα μη ειδότα τον Θεόν,
Α΄ΘσΔ-6. το μη υπερβαίνειν και πλεονεκτείν εν τω πράγματι τον αδελφόν αυτού, διότι έκδικος ο Κύριος περί πάντων τούτων, καθώς και προείπομεν υμίν και διεμαρτυράμεθα.
Α΄ΘσΔ-7. ου γαρ εκάλεσεν υμάς ο Θεός επί ακαθαρσία, αλλ’ εν αγιασμώ.
Α΄ΘσΔ-8. τοιγαρούν ο αθετών ουκ άνθρωπον αθετεί, αλλά τον Θεόν τον και δόντα το Πνεύμα αυτού το Άγιον εις υμάς.

Στίχοι 9-12. Φιλάδελφοι και εργατικοί.

Α΄ΘσΔ-9. Περί δε της φιλαδελφίας ου χρείαν έχετε γράφειν υμίν. αυτοί γαρ υμείς θεοδίδακτοι εστέ εις το αγαπάν αλλήλους.
Α΄ΘσΔ-10. και γαρ ποιείτε αυτό εις πάντας τους αδελφούς τους εν όλη τη Μακεδονία. παρακαλούμεν δε υμάς, αδελφοί, περισσεύειν μάλλον
Α΄ΘσΔ-11. και φιλοτιμείσθαι ησυχάζειν και πράσσειν τα ίδια και εργάζεσθαι ταις ιδίαις χερσίν υμών, καθώς υμίν παρηγγείλαμεν,
Α΄ΘσΔ-12. ίνα περιπατήτε ευσχημόνως προς τους έξω και μηδενός χρείαν έχητε.

Στίχοι 13-18. Να μη ταράσσωνται περί της αναστάσεως των νεκρών.

Α΄ΘσΔ-13.Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα.
Α΄ΘσΔ-14. ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ.
Α΄ΘσΔ-15. τούτο γαρ υμίν λέγομεν εν λόγω Κυρίου, ότι ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις την παρουσίαν του Κυρίου ου μη φθάσωμεν τους κοιμηθέντας.
Α΄ΘσΔ-16. ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον,
Α΄ΘσΔ-17. έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα.
Α΄ΘσΔ-18. Ώστε παρακαλείτε αλλήλους εν τοις λόγοις τούτοις.

Κεφάλαιον Ε!

Στίχοι 1-11. Η Δευτέρα παρουσία του Κυρίου άγνωστον πότε θα γίνη. Οι Χριστιανοί πρέπει να είναι πάντοτε άγρυπνοι.

Α΄ΘσΕ-1. Περί δε των χρόνων και των καιρών, αδελφοί, ου χρείαν έχετε υμίν γράφεσθαι.
Α΄ΘσΕ-2. αυτοί γαρ ακριβώς οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται.
Α΄ΘσΕ-3. όταν γαρ λέγωσιν, ειρήνη και ασφάλεια, τότε αιφνίδιος αυτοίς εφίσταται όλεθρος, ώσπερ η ωδίν τη εν γαστρί εχούση, και ου μη εκφύγωσιν.
Α΄ΘσΕ-4. υμείς δε, αδελφοί, ουκ εστέ εν σκότει, ίνα η ημέρα υμάς ως κλέπτης καταλάβη.
Α΄ΘσΕ-5. πάντες υμείς υιοί φωτός έστε και υιοί ημέρας. ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους.
Α΄ΘσΕ-6. Άρα ουν μη καθεύδωμεν ως και οι λοιποί, αλλά γρηγορώμεν και νήφωμεν.
Α΄ΘσΕ-7. οι γαρ καθεύδοντες νυκτός καθεύδουσι, και οι μεθυσκόμενοι νυκτός μεθύουσιν.
Α΄ΘσΕ-8. ημείς δε ημέρας όντες νήφωμεν, ενδυσάμενοι θώρακα πίστεως και αγάπης και περικεφαλαίαν ελπίδα σωτηρίας.
Α΄ΘσΕ-9. ότι ουκ έθετο ημάς ο Θεός εις οργήν, αλλ’ εις περιποίησιν σωτηρίας δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,
Α΄ΘσΕ-10. του αποθανόντος υπέρ ημών, ίνα είτε γρηγορώμεν είτε καθεύδωμεν άμα συν αυτώ ζήσωμεν.
Α΄ΘσΕ-11. Διό παρακαλείτε αλλήλους και οικοδομείτε εις τον ένα, καθώς και ποιείτε.

Στίχοι 12-16. Υποχρεώσεις τας οποίας επιβάλλει η χριστιανική αγάπη.

Α΄ΘσΕ-12. Ερωτώμεν δε υμάς, αδελφοί, ειδέναι τους κοπιώντας εν υμίν και προϊσταμένους υμών εν Κυρίω και νουθετούντας υμάς,
Α΄ΘσΕ-13, και ηγείσθαι αυτούς υπερεκπερισσού εν αγάπη δια το έργον αυτών. ειρηνεύετε εν εαυτοίς.
Α΄ΘσΕ-14. Παρακαλούμεν δε υμάς, αδελφοί, νουθετείτε τους ατάκτους, παραμυθείσθε τους ολιγοψύχους, αντέχεσθε των ασθενών, μακροθυμείτε προς πάντας.
Α΄ΘσΕ-15. οράτε μη τις κακόν αντί κακού τινί αποδώ, αλλά πάντοτε το αγαθόν διώκετε και εις αλλήλους και εις πάντας.
Α΄ΘσΕ-16. Πάντοτε χαίρετε,

Στίχοι 17-22. Άλλαι χριστιανικαί υποχρεώσεις.

Α΄ΘσΕ-17. αδιαλείπτως προσεύχεσθε,
Α΄ΘσΕ-18. εν παντί ευχαριστείτε. τούτο γαρ Θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς.
Α΄ΘσΕ-19. το Πνεύμα μη σβέννυτε,
Α΄ΘσΕ-20. προφητείας μη εξουθενείτε.
Α΄ΘσΕ-21. πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε.
Α΄ΘσΕ-22. από παντός είδους πονηρού απέχεσθε.

Στίχοι 23-28. Ευχαί και παραγγελίαι


Α΄ΘσΕ-23. Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου υμών Ιησού Χριστού τηρηθείη.
Α΄ΘσΕ-24. πιστός ο καλών υμάς, ος και ποιήσει.
Α΄ΘσΕ-25. Αδελφοί, προσεύχεσθε περί ημών.
Α΄ΘσΕ-26. Ασπάσασθε τους αδελφούς πάντας εν φιλήματι αγίω.
Α΄ΘσΕ-27. Ορκίζω υμάς τον Κύριον αναγνωσθήναι την επιστολήν πάσι τοις αγίοις αδελφοίς.
Α΄ΘσΕ-28. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μεθ’ υμών. αμήν.


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β!

Κεφάλαιον Α!.

Στίχοι 1-12. Ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεόν δια τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης και προσεύχεται δι’ αυτούς.

Β΄ΘσΑ-1. Παύλος και Σιλουανός και Τιμόθεος τη εκκλησία Θεσσαλονικέων εν Θεώ πατρί ημών και Κυρίω Ιησού Χριστώ.
Β΄ΘσΑ-2. χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.
Β΄ΘσΑ-3. Ευχαριστείν οφείλομεν τω Θεώ πάντοτε περί υμών, αδελφοί, καθώς άξιον εστίν, ότι υπεραυξάνει η πίστις υμών και πλεονάζει η αγάπη ενός εκάστου πάντων υμών εις αλλήλους,
Β΄ΘσΑ-4. ώστε ημάς αυτούς εν υμίν καυχάσθαι εν ταις εκκλησίαις του Θεού υπέρ της υπομονής υμών και πίστεως εν πάσι τοις διωγμοίς υμών και ταις θλίψεσιν αις ανέχεσθε,
Β΄ΘσΑ-5. ένδειγμα της δικαίας κρίσεως του Θεού, εις το καταξιωθήναι υμάς της βασιλείας του Θεού, υπέρ ης και πάσχετε,
Β΄ΘσΑ-6. είπερ δίκαιον παρά Θεώ ανταποδούναι τοις θλίβουσιν υμάς θλίψιν
Β΄ΘσΑ-7. και υμίν τοις θλιβομένοις άνεσιν μεθ’ ημών εν τη αποκαλύψει του Κυρίου Ιησού απ’ ουρανού μετ’ αγγέλων δυνάμεως αυτού
Β΄ΘσΑ-8. εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,
Β΄ΘσΑ-9. οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,
Β΄ΘσΑ-10. όταν έλθη ενδοξασθήναι εν τοις αγίοις αυτού και θαυμασθήναι εν πάσι τοις πιστεύσασιν, ότι επιστεύθη το μαρτύριον ημών εφ’ υμάς, εν τη ημέρα εκείνη.
Β΄ΘσΑ-11. εις ο και προσευχόμεθα πάντοτε περί υμών, ίνα υμάς αξιώση της κλήσεως ο Θεός ημών και πληρώση πάσαν ευδοκίαν αγαθωσύνης και έργον πίστεως εν δυνάμει,
Β΄ΘσΑ-12. όπως ενδοξασθή το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν υμίν, και υμείς εν αυτώ, κατά την χάριν του Θεού ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.

Κεφάλαιον Β!

Στίχοι1-12. Ο αντίχριστος και το τέλος του κόσμου. Τι θα προηγηθή της Δευτέρας παρουσίας.

Β΄ΘσΒ-1. Ερωτώμεν δε υμάς, αδελφοί, υπέρ της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ημών επισυναγωγής έπ' αυτόν,
Β΄ΘσΒ-2. εις το μη ταχέως σαλευθήναι υμάς από του νοός μήτε θροείσθαι μήτε δια πνεύματος μήτε δια λόγου μήτε δι’ επιστολής ως δι’ ημών, ως ότι ενέστηκεν η ημέρα του Χριστού.
Β΄ΘσΒ-3. μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον. ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας.
Β΄ΘσΒ-4. ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι εστί Θεός.
Β΄ΘσΒ-5. Ου μνημονεύετε ότι έτι ων προς υμάς ταύτα έλεγον υμίν;
Β΄ΘσΒ-6. και νυν το κατέχον οίδατε, εις το αποκαλυφθήναι αυτόν εν τω εαυτού καιρώ.
Β΄ΘσΒ-7. το γαρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας, μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται.
Β΄ΘσΒ-8. και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού.
Β΄ΘσΒ-9. ου έστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους
Β΄ΘσΒ-10. και εν πάση απάτη της αδικίας εν τοις απολλυμένοις, ανθ’ ων την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς.
Β΄ΘσΒ-11. και δια τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει,
Β΄ΘσΒ-12. ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία.

Στίχοι 13-17. Λόγοι ενισχύσεως και προτροπής.

Β΄ΘσΒ-13. Ημείς δε οφείλομεν ευχαριστείν τω Θεώ πάντοτε περί υμών, αδελφοί ηγαπημένοι υπό Κυρίου, ότι είλετο υμάς ο Θεός απ’ αρχής εις σωτηρίαν εν αγιασμώ Πνεύματος και πίστει αληθείας,
Β΄ΘσΒ-14. εις ο εκάλεσεν υμάς δια του ευαγγελίου ημών εις περιποίησιν δόξης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Β΄ΘσΒ-15. Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών.
Β΄ΘσΒ-16. Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι,
Β΄ΘσΒ-17. παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ.

Κεφάλαιον Γ!

Στίχοι 1-5. Ζητεί τας προσευχάς των.

Β΄ΘσΓ-1. Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών, ίνα ο λόγος του Κυρίου τρέχη και δοξάζηται, καθώς και προς υμάς,
Β΄ΘσΓ-2. και ίνα ρυσθώμεν από των ατόπων και πονηρών ανθρώπων. ου γαρ πάντων η πίστις.
Β΄ΘσΓ-3. πιστός δε έστιν ο Κύριος, ος στηρίξει υμάς και φυλάξει από του πονηρού.
Β΄ΘσΓ-4. Πεποίθαμεν δε εν Κυρίω εφ’ υμάς ότι α παραγγέλλομεν υμίν και ποιείτε και ποιήσετε.
Β΄ΘσΓ-5. Ο δε Κύριος κατευθύναι υμών τας καρδίας εις την αγάπην του Θεού και εις την υπομονήν του Χριστού.

Στίχοι 6-18. Προτροπαί και εντολαί δια τους αέργους.

Β΄ΘσΓ-6. Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.
Β΄ΘσΓ-7. αυτοί γαρ οίδατε πώς δει μιμείσθαι ημάς, ότι ουκ ητακτήσαμεν εν υμίν,
Β΄ΘσΓ-8. ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινός, αλλ’ εν κόπω και μόχθω, νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι, προς το μη επιβαρήσαι τινά υμών.
Β΄ΘσΓ-9. ουχ ότι ουκ έχομεν εξουσίαν, αλλ’ ίνα εαυτούς τύπον δώμεν υμίν εις το μιμείσθαι ημάς.
Β΄ΘσΓ-10. και γαρ ότε ήμεν προς υμάς, τούτο παρηγγέλλομεν υμίν, ότι ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω.
Β΄ΘσΓ-11. ακούομεν γαρ τινάς περιπατούντας εν υμίν ατάκτως, μηδέν εργαζομένους, αλλά περιεργαζομένους.
Β΄ΘσΓ-12. τοις δε τοιούτους παραγγέλλομεν και παρακαλούμεν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν.
Β΄ΘσΓ-13. Υμείς δε, αδελφοί, μη εκκακήσητε καλοποιούντες.
Β΄ΘσΓ-14. ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών δια της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εντραπή.
Β΄ΘσΓ-15. και μη ως εχθρόν ηγείσθε, αλλά νουθετείτε ως αδελφόν.
Β΄ΘσΓ-16. Αυτός δε ο Κύριος της ειρήνης δώη υμίν την ειρήνην δια παντός εν παντί τρόπω. Ο Κύριος μετά πάντων υμών.
Β΄ΘσΓ-17. Ο ασπασμός τη εμή χειρί Παύλου, ο έστι σημείον εν πάση επιστολή. ούτω γράφω.
Β΄ΘσΓ-18. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών. αμήν.-

~ **

Δεν υπάρχουν σχόλια: